Τρίτη 4 Δεκεμβρίου 2012

Βαρέθηκα


Βαρέθηκα αδέρφια μου.
Βαρέθηκα να μη θέλω να κάνω τίποτα.
Βαρέθηκα να θέλω να κάνω κάτι και να μη μπορώ.
Βαρέθηκα τη σαπίλα γύρω μου, μέσα μου.
Βαρέθηκα να βλέπω στη γωνία τον δείκτη κάποιου να με καρφώνει.
Βαρέθηκα να είμαι λυπημένος και να μην κλαίω.
Βαρέθηκα να γελάω και να είμαι ερείπιο.
Βαρέθηκα να κάνω πράγματα που θέλουν να κάνουν οι άλλοι.
Βαρέθηκα να βλέπω τους άλλους να κάνουν αυτά που σιχαίνονται.
Βαρέθηκα να είμαι γελοίος όταν δεν το θέλω.
Βαρέθηκα να μην είμαι αστείος όταν το θέλω.
Βαρέθηκα να είμαι τυχερός.
Βαρέθηκα να μην το εκτιμώ, να μην το νιώθω.
Βαρέθηκα την ομορφιά.
Βαρέθηκα την ασχήμια.
Βαρέθηκα να κοιμάμαι.
Βαρέθηκα να μένω ξύπνιος.
Βαρέθηκα να είμαι απαθής.
Βαρέθηκα να κάνω πως δεν είμαι απαθής.
Βαρέθηκα να κάνω σαν κάτι να με νοιάζει.

Όλα τα βαρέθηκα.

Θέλω μια αιώνια πυρκαγιά να περάσει από πάνω τους.
Και να με βρει μια απροσδόκητη γλυκιά ευτυχία, σαν άγγιγμα ηλιαχτίδας στο μέτωπο.
Θέλω να με βρει και να τη βρω, να μη βαριέμαι να την ψάξω.
Να γευτώ χωρίς ενοχή.
Να γελάσω χωρίς αύριο.
Να ερωτευτώ χωρίς χθες.
Να σκάψω λαγούμια με τα νύχια μου.
Να σηκώσω σκόνη με τη γροθιά μου.
Να χτίσω σπίτια με τις πέτρες που κάποτε ραγίζανε κρανία.
Να λερώσω τα χέρια μου.
Με τη λάσπη της Ιστορίας.


Κυριακή 26 Φεβρουαρίου 2012

Ερωτικό (ποίημα)

Ένα ερωτικό ποίημα. Απλά :) Κι ένα τραγουδάκι να το συνοδέψει.

Όταν μου κράτησες το χέρι δεν είχα λόγω να κρυφτώ.
Είχες ανάσα σα μαχαίρι, ένα κορμί σαν ουρλιαχτό.
Όταν με κοίταξες και μου'πες το λόγο που'σαι δω, κοντά,
όσο τα μάτια κι αν γεμίζαν, τα βλέπα όλα καθαρά.
Χωρίς αλλόκοτες ιδέες, χωρίς φωνές και κουρνιαχτό,
χωρίς να ψάχνω μιαν αιτία, θέλησα μόνο ν'αφεθώ,
μέσα στο μαύρο των ματιών σου, μέσα στα λόγια σου τ'απλά,
στη θάλασσα του λογισμού σου να κολυμπήσω, στ'ανοιχτά.


Όταν μου κράτησες το χέρι δεν είχα λόγο να κρυφτώ.
Παρ'όλο που όποτε συμβαίνει ψάχνω ένα μέρος να χαθώ...


Πέμπτη 26 Ιανουαρίου 2012

Χιόνι

Ο άνεμος φυσούσε μανιασμένα τις τελευταίες τρεις μέρες που είχε αλλάξει ο καιρός. Η Κάτια παρατηρούσε μικρά αντικείμενα να χτυπούν πάνω στο παρμπρίζ του αυτοκίνητου της συνεχώς. Φύλλα, πετραδάκια, μικρά κλαδιά, χαρτιά, πλαστικά μπουκάλια από αναψυκτικά, πράγματα που μαζί με την υγρασία έκαναν την οδήγηση ακόμα πιο δύσκολη σ'εκείνα τα μικρά σκοτεινά κωλόστενα. Τελικά, αν και δυσκολεύτηκε, κατάφερε να επιστρέψει σπίτι της έγκαιρα.

Μπαίνοντας μέσα το χαζόσκυλό της, η Φραν, έτρεξε να τριφτεί στα πόδια της ζητιανεύοντας ένα χάδι και απαιτώντας άλλα πράγματα. Ένα πιάτο φαΐ και μια βόλτα για τις σωματικές ανάγκες της. Το πρώτο το πήρε άμεσα. Για το δεύτερο έπρεπε να περιμένει για την αφεντικίνα της μέχρι να συνέλθει από την πρώτη δόση κρύου που της είχε ταράξει το κορμί και είχε επαναφέρει τις μνήμες από εκείνο το δυνατό διάστρεμμα στο δεξί της αστράγαλο. Όποτε άλλαζε ο καιρός οι σουβλιές έσκαγαν και της θύμιζαν εκείνη τη φοβερή βόλτα με τη μηχανή του Αντρέα και την κατάληξή της. Οι μαλακίες πληρώνονταν. Από παλιά.

Η Κάτια έβγαλε από το ντουλάπι της κουζίνας μία από αυτές τις απλά υποφερτές φακελωμένες κοτόσουπες και την διέλυσε σε νερό μέσα σ'ένα μαύρο κατσαρολάκι προσθέτοντας δυο τρία λαχανικά που της αρέσουν, προσπαθώντας να ζεστάνει το μέσα της. Σε λίγη ώρα, αφού έκανε τη σούπα και την έφαγε κάπως βιαστικά, έβαλε και πάλι το μικρό νάρθηκα που φόραγε όταν πόναγε στον αστραγαλό και, αφού τυλίχτηκε με ένα μεγάλο πλεχτό κασκόλ πάνω από το παλτό της, έλυσε την ανυπόμονη Φραν για να πάνε τη σύντομη βόλτα τους στο κρύο.

Βγαίνοντας από την πόρτα η Κάτια τουρτούρισε και η Φραν, που δε μάσησε από το κρύο, απλά κούνησε την ουρά της και τεντώθηκε. "Χαζόσκυλο", μουρμούρισε η Κάτια καθώς της χάιδευε τα δυο κρεμαστά αυτιά. Άναψε ένα τσιγάρο και προχώρησε παραπέρα, προς το ανηφοράκι ακριβώς μετά το σπίτι της, κάνοντας μικρές στάσεις που και που για τις ανάγκες της Φραν. Κάνοντας αριστερά για να μπει μέσα στο παρκάκι στο τέλος του δρόμου παρατήρησε κάτι ασυνήθιστο για την γειτονιά της. Δύο τύποι κοιμόντουσαν πάνω στα παγκάκια στο πάρκο, έχοντας για σκέπασμα από μια κουβέρτα και πολλά χαρτόκουτα. Φαίνονταν να κοιμούνται ασυνήθιστα βαθιά, τόσο που η Κάτια παρακολούθησε την αναπνοή τους για να καταλάβει αν όντως ήταν ζωντανοί. Μερικά μικρά τραντάγματα πάνω στα παγκάκια την έκαναν να σιγουρευτεί. Οι σουβλιές στον αστράγαλο επανήλθαν δριμύτερες εκείνη ακριβώς τη στιγμή και η Κάτια αναγκάστηκε να κάτσει στο πεζούλι για λίγα λεπτά, μέχρι να υποχωρήσουν. Τότε, θέλοντας να κάνει κάτι για τους δυο τύπους του πάρκου, πήγε τη Φραν πίσω στο σπίτι, πήρε τρεις κουβέρτες, ένα μπουκάλι κονιάκ, μερικά ποτηράκια και μπισκότα σοκολάτα και κατευθύνθηκε ξανά προς τα κει. Όταν επέστρεψε ο ένας τύπος είχε ξυπνήσει και έτριβε τα χέρια του για να ζεσταθεί. Την είδε να πλησιάζει αργά και της έγνεψε. Εκείνη πλησίασε και του μίλησε...

- Καλησπέρα, τί γίνεται;
- Καλά ρε κοπελιά, μια χαρά. Εδώ, υπάρχουμε...
- Είμαι η Κάτια.
- Εγώ ο Μανόλης.
Η Κάτια έδωσε το χέρι της και ο Μανόλης της το έσφιξε πολύ θερμά με το δικό του παγωμένο χέρι.
- Πώς κι από δω; Εμείς εδώ μένουμε. Κι όσο μας πάει. Εσύ;
- Πέρναγα και σας είδα. Και είπα να έρθω να σας φέρω δυο πραγματάκια αν τα θέλετε.
Ο Μανόλης έσκυψε λίγο το κεφάλι, κοίταξε τι κρατούσε η Κάτια και απάντησε με ένα πικρό χαμόγελο.
- Αν δε στα στερούμε τα θέλουμε ρε κοπελιά. Κάτια είπαμε έτσι; Κονιακάκι βλέπω, μπισκότα, κουβέρτες. Ευχαριστούμε. Ο Μοχάμετ που κοιμάται είναι φιλαράκι. Και στα δύσκολα μαζί. Είναι από το Ιράκ.
Η Κάτια τυλίχτηκε με τη μια κουβέρτα κι έκατσε στο παγκάκι δίπλα στο Μανόλη. Άφησε τα υπόλοιπα ακριβώς δίπλα και ο Μανόλης έβαλε δυο ποτηράκια κονιάκ για να πιούνε. Χαμογέλασε πλατιά.
- Στην υγειά σου Κάτια, να'σαι καλά.
- Και στη δικιά σου, και στου Μοχάμετ!
Ο Μανόλης το κατέβασε μονορούφι. Η Κάτια δεν το σήκωνε και τόσο. Ήπιε μια γουλιά της έκαψε το λαιμό. Ζεστάθηκε όμως. Κι έκανε μια ερώτηση που ίσως δεν έπρεπε να κάνει...
- Μανόλη πως και βρεθήκατε εδώ; Είστε καιρό στη γύρα;
Ο Μανόλης την κοίταξε με μια δόση ειρωνίας. Της έδωσε πίσω το κονιάκ και το ποτήρι.
 - Αν είναι να ρωτάς τέτοια πράγματα να φύγεις. Όλοι έχουμε την ιστορία μας. Κι εσύ τη δικιά σου. Κι εγώ. Κι ο Μοχάμετ. Μην τα λέμε όταν δεν πρέπει.
- Δεν ήθελα να σε προσβάλλω, συγγνώμη!
- Μη ζητάς συγγνώμες, δε μου λένε τίποτα... Απλά μη μιλάς γι'αυτά τα πράγματα.
- Εντάξει Μανόλη. Κράτα το κονιάκ, δε θα μου λείψει. Σε παρακαλώ!
Η Κάτια του χαμογέλασε. Ο Μανόλης μαλάκωσε λίγο. Ο Μοχάμετ ροχάλιζε δυνατά. Πιο δυνατά ίσως κι από τον αέρα που σφύριζε ανάμεσα στα δεντράκια του πάρκου.
- Μπορεί να είσαι περίεργη αλλά φαίνεσαι ξηγημένη. Δε θα σου μαυρίσω την ψυχή με τα δικά μας κορίτσι μου. Πες ότι απλά ήμασταν άτυχοι. Και τέλος. Πάρε μπισκοτάκι και άραξε μαζί μας.
Η Κάτια πήρε μπισκοτάκι. Και άραξε. Αν και κρύωνε λίγο.
- Τέλος λοιπόν. Δε μιλάμε για τέτοια. Άκουσα μεθαύριο θα φτιάξει ο καιρός. Θα είστε καλύτερα μετά.
- Ακριβώς. Μη νομίζεις, που και που βρίσκουμε και κάπου να μείνουμε. Κάνα δωμάτιο εννοώ όταν έχουμε δυο φράγκα και μας παίρνει να κοιμηθούμε και να ξεβρωμίσουμε. Αλλά για κανά δυο μέρες. Μετά πάλι στη γύρα. Τί τα θες; Κακό να καλομαθαίνεις κιόλας.
Ο Μανόλης ήταν γύρω στα σαρανταπέντε. Κοντούλης και λιγνός, δε φαινόταν τόσο ταλαιπωρημένος στο σώμα. Τα μάτια του όμως έλεγαν πολλά. Ήταν μαύρα, βαθιά. Έδειχναν κουρασμένα και σοφά παράλληλα. Σαν να έχουν δει πολλά. Σαν να έχουν δει ξενύχτια σε κρατητήρια, πεσίματα σε υπόγεια, τσακωμούς, ξύλο ανάμεσα σε συμμορίες, διαλυμένες σχέσεις, διαλυμένους ανθρώπους, προσφυγικά σπίτια να μπάζουν από παντού, προσφυγόπουλα να παίζουν ξύλο για ένα κουτί φρυγανιές, πρεζάκηδες να παίζουν τη δόση τους στα ζάρια, πρεζάκηδες να γελούν βλέποντας το χάος, πρεζάκηδες να λιώνουν, αλκοολικούς να καταρρέουν σε πεζοδρόμια, ανθρώπους να γυρνούν τα κεφάλια τους, φίλους να προδίδουν, καλούς να γίνονται κακοί, μεγάλους να γίνονται μικροί και μικρούς να γίνονται μεγάλοι. Και να ξεχνάνε. Αλλά αυτός όχι. Θυμόταν. Περισσότερα από όσα έπρεπε. Η Κάτια δεν κρατήθηκε και έκανε την κίνηση.

- Θέλετε να έρθετε από το σπίτι μου να μείνετε για το βράδυ; Εμένα δε με πειράζει, έχω χώρο.
- Όχι κοπέλα μου, καλά είμαστε εδώ, μη σου φορτωνόμαστε. Καλό είναι που έφερες κι αυτά που μας έφερες. Τη βγάζουμε, δε θα πάθουμε τίποτα.
- Σε παρακαλώ! Ξανά. Σας εμπιστεύομαι και θέλω παρέα!
Το είπε απεγνωσμένα και τσαχίνικα μαζί, σαν ένα παιδάκι χωρίς φίλους. Και ήταν όμορφη η ρουφιάνα. Αυτό σκέφτηκε ο Μανόλης. Περήφανος άνθρωπος. Αλλά τον λύγισε η τσαχπινιά της. Και το κρύο επίσης.
- Εντάξει ρε Κάτια. Κάτσε να ξυπνήσω τον Μοχάμετ να μαζευτούμε. Περιμένεις λίγο έτσι;
- Φυσικά. Έχουμε κονιάκ!
Η Κάτια κατέβασε γρήγορα άλλο ένα ποτηράκι και ζεστάθηκε, παρόλο που το αλκοόλ τη θόλωσε λίγο ακόμα. Ο Μανόλης σήκωσε τον Μοχάμετ σιγά σιγά και του ψέλλισε μερικές κουβέντες, μισά ελληνικά μισά αραβικά. Ο Μοχάμετ γύρισε και χαμογέλασε στην Κάτια πλατιά. Ήπιε κι αυτός το ποτηράκι του για να ζεσταθεί και κατευθύνθηκαν προς το σπίτι.

Μόλις έφτασαν το τσαχπίνικο σκυλί της τσαχπίνας μπερδεύτηκε στα πόδια τους και κούνησε την ουρά του.Τους μύρισε για αρκετή ώρα όσο καθόντουσαν στο σαλονάκι. Η Κάτια έφτιαξε καφέ να πιούνε, ελληνικό που ήθελαν και οι δυό τους. Η ζέστη τους ελάφρυνε, το μάτι τους έγινε πιο γλαρό, οι δυο φίλοι χαλάρωσαν και μίλησαν για ώρα με την Κάτια. Ο Μανόλης καθαρά και ξάστερα, της τα είπε όλα. Πως ζούσε, ποια ήταν η οικογένειά του, που δούλευε, τι του είχε πάει στραβά, τι έκανε λάθος, ποιους εμπιστεύτηκε, ποιοι τον πάτησαν, πως κατέληξε στο δρόμο με το Μοχάμετ. Ο Μοχάμετ κι αυτός με τη σειρά του, σπαστά αλλά και πάλι ξάστερα, με δυο κατάμαυρα μάτια γεμάτα αλήθεια, έπλεξε κι αυτός την ιστορία του από το Ιράκ μέχρι την Αθήνα. Καθεστώτα, συμφέροντα. Θρησκεία, συμφέροντα. Πόλεμος, συμφέροντα. Προσφυγιά, δουλέμποροι, μπάτσοι, κέντρα κράτησης και τελική κατάληξη οι δρόμοι της Αθήνας τριγυρνώντας για ένα κομμάτι ψωμί μέχρι νεωτέρας. Με μια μικρή ηλιαχτίδα ελπίδας στο κεφάλι. Απλή και δύσκολη ιστορία που την έχεις ακούσει. Αλλά δεν την ξέρεις.

Κι αυτοί οι δυο βρεθήκανε. Μπλέχτηκαν οι ζωές τους. Και το κουβάρι αυτό κύλαγε μαζί μέχρι να ξεμπλεχτεί με κάποιο τρόπο. Και εμφανίστηκε η Κάτια. Δεν θα τους το ξέμπλεκε. Θα τους αλάφραινε για ένα βράδυ όμως, από το φορτίο που κουβάλαγαν. Δεν ήταν μόνο η κούραση, η πείνα ή το κρύο. Δεν ήταν μόνο τα βλέμματα γεμάτα περιφρόνηση. Δεν ήταν μόνο η χλέπα, η κλωτσιά του φασίστα, το σχόλιο της γριάς, η αδιαφορία του περαστικού, ο διωγμός του μπάτσου. Ήταν αυτό το συναίσθημα που δεν ξέρεις αν θα τη βγάλεις το βράδυ. Όλα τα βράδια. Αυτό που η Κάτια δεν είχε νοιώσει πραγματικά. Αλλά που για ένα βράδυ κατάφερε να το σηκώσει γι'αυτούς. Δεν το ήξερε. Δεν θα το μάθαινε ποτέ.

Μετά από τις κουβέντες τους, τα βλέμματα, τα αχ, τα ωχ τα αμάν και τα γιατί, η Κάτια τους έστρωσε και κοιμήθηκαν. Δεν ήταν αργά αλλά ήταν κατάκοποι. Κοιμήθηκε κι αυτή την ίδια ώρα, ζαλισμένη από τα κονιάκ που δεν είχε συνηθίσει.

Το επόμενο πρωί ξύπνησε και ήταν μόνη της. Οι δυο φίλοι είχαν φύγει ήσυχα, τόσο ήσυχα που δεν κατάφεραν να ανησυχήσουν ούτε το χαζόσκυλό της. Ένα σημείωμα πάνω στο τραπεζάκι έγραφε: "Σ'ευχαριστούμε για όλα, καλή αντάμωση". Η Κάτια το διάβασε και πριν πάει να ετοιμαστεί για τη δουλειά κοίταξε έξω από τα παράθυρο. Τα πάντα ήταν λευκά, το βράδυ είχε χιονίσει τόσο πολύ που εκεί ψηλά που έμενε είχε καλύψει τα πάντα ακόμα και το αμάξι της μέχρι τη μέση! Χάρηκε που μάλλον θα πέρναγε μια τεμπέλικη μέρα σπίτι, κι όταν ήρθε δίπλα της η Φραν κουνώντας την ουρά της, η Κάτια της ψιθύρισε με χαρά: "Χιόνι Φραν, χιόνι, μια άσπρη μέρα!".

Ξανακοίταξε και παρατήρησε τις βαριές πατημασιές δίπλα στην πόρτα της. Ασυναίσθητα, η λέξη ξέφυγε ξανά από τα χείλη της. "Χιόνι". Δεν ήταν πια το ίδιο.

Παρασκευή 6 Ιανουαρίου 2012

Και τα δυο, με σοκοφρέτα (όλο το διήγημα)

Το διήγημα "Και τα δυο, με σοκοφρέτα" όλο μαζί. Χωρίς διακοπές και συνέχειες. Ρίχτε του ένα ολοκληρωτικό διαβασματάκι και γουστάρετε. Ευχαριστώ αλανιάρηδες/ισσες...

Την πέτυχα δίπλα στον Άγιο Αντώνη στο Περιστέρι. Ψηλή, ξερακιανή, μελαχρινή, με μαύρα μάτια σαν δυο μικρές μπίλιες φτιαγμένες από σκοτάδι. Στο δεξί της χέρι μου τράβηξε την προσοχή ένα μικρό κόκκινο δαχτυλιδάκι που ίσα ίσα χώραγε στο μικρό της δάχτυλο. Τότε μου έφυγαν οι αμφιβολίες. Πήγα και της μίλησα κατευθείαν.

- Καλησπέρα! Είμαι ο Δημήτρης. Με θυμάσαι έτσι;
- Εγώ είμαι η Άσπα. Σε γνωρίζω; Κάτι γνώριμο έχεις...

Οι δυο μικρές σκοτεινές μπίλιες άστραψαν και με περιεργάστηκαν για να με ανασύρουν από το βυθό των αναμνήσεων της Άσπας. Εγώ συνέχισα.

- Φυσικά και με γνωρίζεις. Στο Λύκειο. Στο Α3, στο Β3, στο Γ3, θετική κατεύθυνση. Μπορώ να λέω ότι είμαι ένας από τους λόγους που πέρασες στο πανεπιστήμιο.

Η Άσπα είχε αντιγράψει από μένα σε δύο μαθήματα στις πανελλήνιες. Και, με τις ευλογίες μου, πέρασε. Είχε πάει σχεδόν όσο καλά όσο κι εγώ. Τότε ένιωθα πολύ περήφανος. Την γούσταρα και λιγάκι να πω την αλήθεια. Κάναμε παρέα ένα μικρό περίεργο διάστημα. Μετά ξαφνικά σιωπή. Χαθήκαμε εντελώς.

- Όχι μη μου πεις... Μήτσε άλλαξες τόσο πολύ! Πού είναι η μαλλούρα σου ρε πρώην μέταλλο; Πού πήγε η μπυροκοιλία και τα κολλητά τζην σου;
- Τα κολλητά τζην σκίστηκαν, η μπυροκοιλιά εξαφανίστηκε σε κάποια φάση αφασίας και το μαλλί είναι εύκολο να συμπεράνεις πως έφυγε. Τα έκοψα για να πάω σ'αυτό το πράγμα που σε κάνει άντρα...
- Α κατάλαβα, στρατός. Ευτυχώς πέρασε όμως, έτσι; Πώς περνάς λοιπόν; Την παλεύεις στη ζωή σου;
- Θα έλεγα πως ναι. Έχω τα πάνω και τα κάτω μου. Αλλά την παλεύω. Εσύ;
- Θα έλεγα πως όχι. Τουλάχιστον όχι τον τελευταίο ενάμιση χρόνο.

Το βλέμμα της χαμήλωσε και με γέμισε ερωτηματικά. Πέρασαν διάφορα από το μυαλό μου αλλά δεν θα μπορούσα να συμπεράνω τι συμβαίνει. Ήθελα να μιλήσω μαζί της περισσότερο.

- Θες να αράξεις να τα πούμε; Εγώ έχω μια δουλειά εδώ κοντά αλλά είναι σε κανένα δίωρο. Θα γελάσεις με τη δουλειά αλλά είμαι πωλητής ειδών υγιεινής. Χέστρες και τέτοια. Μιλάμε για τρελή αδρεναλίνη...

Η Άσπα ελάφρυνε και γέλασε λίγο με τον αυτοσαρκασμό μου.

- Εντάξει πάμε! Κανονικά θα έπρεπε να περίμενω κάποιον για λίγο ακόμα αλλά δε θέλω να τον δω. Ένα μήνυμα και φύγαμε.

Έστειλε το μήνυμά της στον άγνωστο για μένα παραλήπτη και έτσι φύγαμε.
Περπατήσαμε οι δυο μας για κανένα δεκάλεπτο για να καταλήξουμε σε ένα μικρό μαγαζί με παγωτά. Παγωτά δεν τρώω. Το μαγαζάκι όμως το γούσταρα. Ήταν μικρό και μπλε. Σκέτη ναυτία.

Η Άσπα αφού ανίχνευσε γρήγορα το χώρο πήγε και έκατσε στο βάθος, στην πιο χωμένη γωνία του. Απέναντί της έκατσα κι εγώ. Ήρθε ένας σερβιτόρος που ήταν κοντός σαν στρουμφάκι και του παρήγγειλα έναν φραπέ σκέτο. Η Άσπα πήρε ένα παγωτό φυστίκι. Ήρθε η ώρα να μάθω κι εγώ τι της συνέβαινε. Ξεκίνησα με δηλώσεις αλλά μπήκα κατευείαν στο ψητό.

- Άσπα ειλικρινά, είσαι το τελευταίο άτομο που φαινόταν ότι στη ζωή του θα είχε αδιέξοδα. Για πες μου λοιπόν... τί συμβαίνει και σε στρίμωξε τόσο;
- Είναι περίεργο Δημήτρη. Τόσο περίεργο που δε θα σου φαίνεται καθόλου λογικό. Όλα άρχισαν όταν ήρθε μια τύπισσα και μου έδωσε μια σοκοφρέτα. Την πράσινη. Αυτή με τα φουντούκια...

Η Άσπα λέγοντας αυτή την απλή φράση, την γεμάτη σοκολάτα και φουντούκι, έκανε τους σιελογόνους αδένες μου να δουλέψουν υπερωρίες. Παράλληλα γέμισα απορίες...

- Και πώς ξεκίνησε αυτό; Πού τη βρήκες; Πού σε βρήκε;
- Η Ζωή ήταν γειτόνισσα μου καιρό όταν έμενα σε ένα μικρό ημιυπόγειο στην Νέα Ιωνία. Φοιτήτρια στο Χημικό εγώ ακόμα, τα έβγαζα και τότε δύσκολα πέρα, τα ίδια και η Ζωή. Δεν ήταν φοιτήτρια δηλαδή αλλά δυσκολευόταν κι αυτή, έκανε πολλές και σύντομες δουλειές και δεν έβλεπε φως. Έτσι, όταν αρχίσαμε να κάνουμε παρέα, είχαμε πράγματα που μας ένωναν. Συνεχώς βρίσκαμε κοινά σημεία.  Κι αυτή πέρασε τη goth φάση της πιο μικρή, κι αυτή αντέγραψε στις πανελλήνιες, κι αυτή τα είχε σπάσει με την οικογένειά της, κι αυτή είχε δυσκολίες. Και άλλο ένα κοινό. Δεν την είχα δει ποτέ να κυκλοφορεί με άντρα. Λίγους φίλους ναι. Αλλά όχι γκόμενο. Όπως κι αυτή δεν είχε δει ποτέ εμένα.
- Η σοκοφρέτα που ήρθε όμως; Τί καινούργιο έφερε;
-Βιάζεσαι Μήτσε, θα μάθεις. Ήταν ένα βαρετό απογευματάκι που καθόμασταν στο σπίτι της και παίζαμε μπιρίμπα. Σαν κάτι θείτσες στην εμμηνόπαυση. Κάποια στιγμή χτύπησε το τηλέφωνο και η Ζωή πετάχτηκε σαν ελατήριο. Ήταν κάποιος τύπος λέει που της είχε φέρει ένα δώρο και έπρεπε να πεταχτεί δυο τετράγωνα πιο κάτω να το παραλάβει. Απόρησα με τη μυστικότητα αλλά δεν είπα τίποτα. Μου είπε απλά να την περιμένω εκεί και τα μάτια της πέταγαν σπίθες. Και είχε κι ένα χαμόγελο περίεργο. Της είπα κι εγώ ok κι έφυγε βιαστικά. Γύρισα λοιπόν την μπιρίμπα σε πασιέντζα. Έριξα πέντε φορές μέχρι να γυρίσει, μου βγήκε μόνο η μία, ήπια και μια μπύρα από το σχεδόν άδειο ψυγείο της και η Ζωή επέστρεψε εντυπωσιακά! Γελώντας και κρατώντας δυο σοκοφρέτες!
- Καλά σοβαρολογείς τώρα; Τί σκατά δώρο είναι μια σοκοφρέτα; Κανένα παιδάκι τις της έδωσε; Μου φαίνεται παράλογο...
- Στο είπα ότι έτσι θα φανεί. Εγώ έμεινα κόκκαλο κοιτώντας την και πιστεύοντας ότι είχε βαρέσει μπιέλα. "Η μία είναι για σένα", μου είπε. "Παρακάλεσα να μου δώσουν και δεύτερη." Εκεί σιγουρεύτηκα. Είχε αποτρελαθεί. Αλλά δεν ήξερα τί θα επακολουθήσει.
- Εγώ στη θέση σου θα είχα πάρει ψυχίατρο στο καπάκι. Για λέγε όμως. Πού κατέληξε αυτό;
- Όπως καταλαβαίνεις είχα σαστίσει αλλά με είχε πιάσει νευρικό γέλιο που περίμενα μία ολόκληρη ώρα για μια σοκοφρέτα. Όταν μου την έδωσε ήταν τόσο χαρούμενη που της έκανα την χάρη και την έφαγα με λαχτάρα, όπως ακριβώς έφαγε κι αυτή τη δική της, φτύνοντας που και που μικρά κομματάκια από το γέλιο που ρίχναμε. Και αυτό ήταν.
- Τί ήταν δηλαδή αυτό; Τις φάγατε και τέλος; Που είναι το περίεργο;
- Αυτό ήταν η αρχή εννοώ...

Η Άσπα πήρε μια βαθιά ανάσα για να περιγράψει το γαϊτανάκι που ακολούθησε.

- Εκείνο το βράδυ θυμάμαι ελάχιστες στιγμές. Τρίπαρα για αρκετές ώρες, περπάτησα σε βουνά καλυμμένα με πράσινο χιόνι, είδα μεγάλες πινακίδες φτιαγμένες από καουτσούκ να γράφουν "Λεφτά υπάρχουν", έφαγα γουρουνοπούλα σε ύπουλες στοές της Αθήνας μαζί με αρουραίους με ανθρωπόμορφα χαρακτηριστικά, είδα τον Ανέστη Βλάχο να οδηγεί στο πεδίο της μάχης έναν στρατό από ρακούν, συζήτησα με τέσσερα όντα από τον μακρινό δορυφόρο του Δία, τον Γανυμήδη, που έμοιαζαν στη φάτσα με ελάφια και ήταν τόσο αλτικά όσο ο Σεργκέι Μπούμκα.
- Τριπάκια μέσα στη σοκοφρέτα; Έξυπνο! Γάτα η Ζωή...
- Μήτσε ειλικρινά δεν μπορώ να σου πω με σιγουριά. Αυτό για το οποίο είμαι σίγουρη είναι ότι σε όλη τη διάρκεια αυτού του οπτικοακουστικού ντελίριου ένιωθα να με κυριεύει ένα συναίσθημα ηδονής που όλο και μεγάλωνε. Είχε αρχίσει να καλύπτει τα πάντα, να τα σβήνει όλα γύρω μου εκτός από τον καινούργιο μου κόσμο για αρκετή ώρα. Το ένιωθα να αυξάνει με γεωμετρική πρόοδο και ακόμα και τη στιγμή που άρχισα να συνέρχομαι ήταν έντονο, μπορεί και εντονότερο. Το θέμα είναι όμως τί έγινε όταν άρχισα να αντιλαμβάνομαι τον κόσμο ξανά, μετά το τριπ.
- Πες μου ότι δεν ήταν κάτι κακό τουλάχιστον. Γιατί καμιά φορα...
- Το αν είναι καλό η κακό θα το κρίνεις από μόνος σου. Με το που άρχισα να καταλαβαίνω τί γίνεται ακριβώς, βρέθηκα σε μια κατάσταση χωρίς προηγούμενο για μένα. Εγώ και η Ζωή ήμασταν εκστασιασμένες στο κρεβάτι μου. Το πως είχαμε φτάσει εκεί από το σπίτι της και με ποιές ενδιάμεσες στάσεις δεν μπορώ να το ξέρω. ΄Ημασταν χωρίς ρούχα και προφανώς χωρίς αναστολές και κάναμε έρωτα συνεχόμενα, πιθανότατα για πολλές πολλές ώρες, το νιώθαμε και οι δύο στα κορμιά μας. Καταλαβαίναμε τι συμβαίνει, δε μας ένοιαζε καθόλου, είχε δημιουργηθεί μεταξύ μας μια ροή πάθους, η ηδονή μας είχε φτάσει σε επίπεδα που δεν είχαμε ξαναζήσει! Με λίγα λόγια, δεν έχω ξανα*αμηθεί έτσι σε ολόκληρη τη ζωή μου...

Η Άσπα όταν έλεγε αυτή τη φράση φαινόταν να την εννοεί 100%. Με κοίταγε έντονα για να καταλάβω τα συναισθήματά της, τα χείλη της είχαν μια υποψία τρέμουλου και το χέρι της είχε σφίξει τόσο πολύ το παγωτό που κράταγε με αποτέλεσμα πράσινες σταγόνες από το φυστίκι να τρέχουν πάνω στο μανίκι της. Είχε αναστατωθεί μα παράλληλα είχε σκοτεινιάσει. Χαμογέλασα με νόημα γιατί όλη αυτή η υπόθεση κάπως με διασκέδαζε. Και της μίλησα.

- Ακόμα δεν βρίσκω κάτι κακό σε όλη αυτή την υπόθεση ρε Άσπα. Ποιό είναι το θέμα; Ότι σου αρέσουν οι γυναίκες; Είσαι bi; Δεν βρισκω κάτι από αυτά άσχημο, ίσως να το είχες μέσα σου από πριν και να το ανακάλυψες τότε. Μπερδεύτηκες μήπως; Τί έγινε τελικά;
- Ακόμα δεν ξέρω να σου απαντήσω. Ακόμα μου αρέσουν οι άντρες. Μου αρέσουν και κάποιες γυναίκες, το ομολογώ. Αλλά από εκείνη τη μέρα έγινα άντρας.

Το είπε σαν το πιο φυσιολογικό πράγμα στον κόσμο. Νόμιζα πως ειρωνευότανε. Το χαμόγελό μου έγινε γέλιο. Η Άσπα δε γελούσε όμως. Με αντρίκια σοβαρότητα και γυναικείο αυθορμητισμό μου εξηγούσε πως ένιωθε για αυτό που της συνέβαινε.

- Όχι Μήτσε, δεν κάνω πλάκα, έγινα άντρας! Από εκείνη την μέρα δεν ξανάνιωσα σα γυναίκα. Σηκώνομαι τα πρωινά και έχω πάντα την αίσθηση ότι στον καθρέφτη θα δω πιο στιβαρά μπράτσα, πιο πολλές τρίχες πάνω μου, ότι δε θα έχω στήθος, ότι θα έχω κοντά μαλλιά και γένια κάποιων ημερών. Τα πόδια μου άρχισα να τα σιχαίνομαι γιατι μου φαίνονται γυναικεία και λεπτεπίλεπτα. Τα χέρια μου επίσης. Βλέπω τις καμπύλες του σώματός μου και απογοητεύομαι. Η περιόδός μου πάντα αργεί σα να μη θέλει να έρθει. Και όταν έρθει ξενερώνω τη ζωή μου. Δεν έχω καταλάβει τι γίνεται αλλά είμαι άντρας πια.

Άκουγα προσεκτικά κάθε λέξη της. Το εννοούσε και το πίστευε. Δεν είχε καμιά αμφιβολία. Ακόμα κι εγώ είχα λιγότερες πια. Προσπάθησα να τα ξεμπλέξω.

- Από τότε τί έκανες, έγινε κάτι άλλο; Ξαναείδες αυτή τη Ζωή; Είχατε σχέσεις;
- Με τη Ζωή χαθήκαμε. Μετά το περιστατικό αυτό ξαναδοκιμάσαμε να κάνουμε έρωτα αλλά δε μας βγήκε. Τη ρώτησα πολλές φορές για το τί ήταν αυτές οι σοκοφρέτες. Δε θυμόταν όμως τίποτα. Από τη στιγμή του τηλεφωνήματος που της έκαναν για να πάει να τις πάρει μέχρι να συνέλθουμε από το τριπ μέσα στη δικιά μας έκσταση είχε ένα τεράστιο κενό ωρών. Έψαξα να βρω ακόμα και τα περιτυλίγματα από τις σοκοφρέτες που είχαμε πετάξει πάνω στο μωβ τραπεζάκι του σαλονιού της. Ακόμα και στα σκουπίδια έψαξα, μήπως την κάνω να θυμηθεί. Δε βρήκα τίποτα. Σαν να μην τις φάγαμε ποτέ.
- Αυτή ένιωθε μετά το ίδιο με σένα; Σαν άντρας;
- Αυτή σα να το ξόρκισε. Εκεί που δεν τα λέγαμε για καιρό έμαθα πως βρήκε ένα γκόμενο πριν από μερικούς μήνες και συζούν ευτυχισμένοι, πάνε λέει προς γάμο. Αλλά όταν την πέτυχα μια μέρα τυχαία να φεύγει από το σπίτι κάποιου κοινού μας φίλου έκανε σαν να μην είχε συμβεί ποτέ τίποτα. Είδα μια αδιαφορία μαζί με μια μικρή εχθρικότητα απέναντί μου. Δεν κατάλαβα αν είχε ποτέ παρόμοια συναισθήματα με τα δικά μου μετά τις όποιες επαφές μας. Φάνηκε όμως σαν κάτι να την έτρωγε.

Μετά από όλα αυτά έμεινα για λίγο σκεπτικός να την κοιτάζω. Τη φαντάστηκα σαν άντρα. Σαν ένα άντρα που τον έλεγαν Θέμη. Με μακρύ μαύρο μαλλί όπως το δικό της, έναν λιγνό άντρα ντυμένο με τζηνάκι και καρό πουκαμισάκι. Με λίγα γένια. Με διαπεραστικό βλέμμα. Όμορφο. Ωραίο τύπο ρε παιδί μου. Η Άσπα με κοίταγε κι αυτή. Μου είχε γραπώσει το χέρι με το δικό της γεμάτο λιωμένο παγωτό φυστίκι γλιστερό χέρι. Εγώ συνέχισα να βλέπω μέσα της το Θέμη. Το άλανι, τον τυπά. Κι όμως μου άρεσε. Μου άρεσε ότι ο Θέμης μου ασκούσε μια φοβερή έλξη. Όπως παλιότερα μου ασκούσε και η Άσπα με τον ίδιο τρόπο. Σαν να μη με ενδιέφερε ότι είχε μια δυνατή αντρική πλευρά πια. Σαν να τη γούσταρα περισσότερο τώρα.

Έτσι λοιπόν έκανα πέρα ότι υπήρχε στο τραπέζι και τη φίλησα. Τη φίλησα παθιασμένα και το ίδιο παθιασμένα φίλησα και το alter ego της που έφτιαξα στο μυαλό μου, τον Θέμη. Ανταποκρίθηκαν και οι δύο εξαιρετικά. Άφησα ένα δεκάευρο στο τραπέζι και φύγαμε ήρεμοι αλλά βιαστικά. Όχι, δεν ένιωσα καθόλου να ξυπνάει μέσα μου μια γυναικεία πλευρά. Αυτή η ιστορία όμως με είχε *αυλώσει τόσο πολύ που τους ήθελα τώρα. Και το είδα στα μάτια τους, με ήθελαν κι εκείνοι. Και οι δύο.

Το ραντεβού για τη δουλειά μου είχε προ πολλού περάσει και το τελευταίο που σκεφτόμουν αυτή τη στιγμή ήταν να πουλήσω χέστρες η μπιντέδες. Ποτέ δε ρώτησα ποιόν περίμενε η Άσπα όταν είχαμε βρεθεί τυχαία. Απομακρύνθηκαμε απλά προς το μετρό σαν υπνωτισμένοι ο ένας από τον άλλο, θέλοντας να πάμε κάπου κατάλληλα. Κατάλληλα για να εξερευνήσουμε το πάθος μας. Στο δρόμο περπατούσαμε με γρήγορο βήμα και δε σταματήσαμε να κρατιόμαστε χέρι χέρι πάρα μόνο μια στιγμή. Τη στιγμή που δύο πράσινες σοκοφρέτες μου έκλεισαν το μάτι από το περίπτερο. Πήγα εκεί, τις αγόρασα και έδωσα τη μία στην Άσπα. 
Τις φάγαμε βουλιμικά, δώσαμε ένα καυτό σοκοφρετένιο φιλί και μπήκαμε στο μετρό σα σίφουνες.

ΤΕΛΟΣ

Πέμπτη 5 Ιανουαρίου 2012

Και τα δυο, με σοκοφρέτα (μέρος τέταρτο και τελικό...)

Εν αρχή ήταν το part1. Μετά ήταν το part2. Μετά έσκασε το part3. Και σήμερα τελειώνω το διήγημα "Και τα δυο, με σοκοφρέτα" με το τέταρτο μέρος. Απολαύστε το. Και αύριο θα το ποστάρω όλο μαζί να το βλέπετε σαν κατεβατό, να το βλέπουμε όλοι, να γουστάρουμε. Φιλούμπες...

Η Άσπα με κοιτούσε και με αντρίκια σοβαρότητα και γυναικείο αυθορμητισμό μου εξηγούσε πως ένιωθε για αυτό που της συνέβαινε.

- Όχι Μήτσε, δεν κάνω πλάκα, έγινα άντρας! Από εκείνη την μέρα δεν ξανάνιωσα σα γυναίκα. Σηκώνομαι τα πρωινά και έχω πάντα την αίσθηση ότι στον καθρέφτη θα δω πιο στιβαρά μπράτσα, πιο πολλές τρίχες πάνω μου, ότι δε θα δω στήθος, ότι θα έχω κοντά μαλλιά και γένια κάποιων ημερών. Τα πόδια μου άρχισα να τα σιχαίνομαι γιατι μου φαίνονται γυναικεία και λεπτεπίλεπτα. Τα χέρια μου επίσης. Βλέπω τις καμπύλες του σώματός μου και απογοητεύομαι. Η περιόδός μου πάντα αργεί σα να μη θέλει να έρθει. Και όταν έρθει ξενερώνω τη ζωή μου. Δεν έχω καταλάβει τι γίνεται αλλά είμαι άντρας πια.

Άκουγα προσεκτικά κάθε λέξη της. Το εννοούσε και το πίστευε. Δεν είχε καμιά αμφιβολία. Ακόμα κι εγώ είχα λιγότερες πια. Προσπάθησα να τα ξεμπλέξω.

- Από τότε τί έκανες, έγινε κάτι άλλο; Ξαναείδες αυτή τη Ζωή; Είχατε σχέσεις;
- Με τη Ζωή χαθήκαμε. Μετά το περιστατικό αυτό ξαναδοκιμάσαμε να κάνουμε έρωτα αλλά δε μας βγήκε. Τη ρώτησα πολλές φορές για το τί ήταν αυτές οι σοκοφρέτες. Δε θυμόταν όμως τίποτα. Από τη στιγμή του τηλεφωνήματος που της έκαναν για να πάει να τις πάρει μέχρι να συνέλθουμε από το τριπ μέσα στη δικιά μας έκσταση είχε ένα τεράστιο κενό ωρών. Έψαξα να βρω ακόμα και τα περιτυλίγματα από τις σοκοφρέτες που είχαμε πετάξει πάνω στο μωβ τραπεζάκι του σαλονιού της. Ακόμα και στα σκουπίδια έψαξα, μήπως την κάνω να θυμηθεί. Δε βρήκα τίποτα. Σαν να μην τις φάγαμε ποτέ.
- Αυτή ένιωθε μετά το ίδιο με σένα; Σαν άντρας;
- Αυτή σα να το ξόρκισε. Εκεί που δεν τα λέγαμε για καιρό έμαθα πως βρήκε ένα γκόμενο πριν από μερικούς μήνες και συζούν ευτυχισμένοι, πάνε λέει προς γάμο. Αλλά όταν την πέτυχα μια μέρα τυχαία να φεύγει από το σπίτι κάποιου κοινού μας φίλου έκανε σαν να μην είχε συμβεί ποτέ τίποτα. Είδα μια αδιαφορία μαζί με μια μικρή εχθρικότητα απέναντί μου. Δεν κατάλαβα αν είχε ποτέ παρόμοια συναισθήματα με τα δικά μου μετά τις όποιες επαφές μας. Φάνηκε όμως σαν κάτι να την έτρωγε.

Μετά από όλα αυτά έμεινα για λίγο σκεπτικός να την κοιτάζω. Τη φαντάστηκα σαν άντρα. Σαν ένα άντρα που τον έλεγαν Θέμη. Με μακρύ μαύρο μαλλί όπως το δικό της, έναν λιγνό άντρα ντυμένο με τζηνάκι και καρό πουκαμισάκι. Με λίγα γένια. Με διαπεραστικό βλέμμα. Όμορφο. Ωραίο τύπο ρε παιδί μου. Η Άσπα με κοίταγε κι αυτή. Μου είχε γραπώσει το χέρι με το δικό της γεμάτο λιωμένο παγωτό φυστίκι γλιστερό χέρι. Εγώ συνέχισα να βλέπω μέσα της το Θέμη. Το άλανι, τον τυπά. Κι όμως μου άρεσε. Μου άρεσε ότι ο Θέμης μου ασκούσε μια φοβερή έλξη. Όπως παλιότερα μου ασκούσε και η Άσπα με τον ίδιο τρόπο. Σαν να μη με ενδιέφερε ότι είχε μια δυνατή αντρική πλευρά πια. Σαν να τη γούσταρα περισσότερο τώρα.

Έτσι λοιπόν έκανα πέρα ότι υπήρχε στο τραπέζι και τη φίλησα. Τη φίλησα παθιασμένα και το ίδιο παθιασμένα φίλησα και το alter ego της που έφτιαξα στο μυαλό μου, τον Θέμη. Ανταποκρίθηκαν και οι δύο εξαιρετικά. Άφησα ένα δεκάευρο στο τραπέζι και φύγαμε ήρεμοι αλλά βιαστικά. Όχι, δεν ένιωσα καθόλου να ξυπνάει μέσα μου μια γυναικεία πλευρά. Αυτή η ιστορία όμως με είχε *αυλώσει τόσο πολύ που τους ήθελα τώρα. Και το είδα στα μάτια τους, με ήθελαν κι εκείνοι. Και οι δύο.

Το ραντεβού για τη δουλειά μου είχε προ πολλού περάσει και το τελευταίο που σκεφτόμουν αυτή τη στιγμή ήταν να πουλήσω χέστρες η μπιντέδες. Ποτέ δε ρώτησα ποιόν περίμενε η Άσπα όταν είχαμε βρεθεί τυχαία. Απομακρύνθηκαμε απλά προς το μετρό σαν υπνωτισμένοι ο ένας από τον άλλο, θέλοντας να πάμε κάπου κατάλληλα. Κατάλληλα για να εξερευνήσουμε το πάθος μας. Στο δρόμο περπατούσαμε με γρήγορο βήμα και δε σταματήσαμε να κρατιόμαστε χέρι χέρι πάρα μόνο μια στιγμή. Τη στιγμή που δύο πράσινες σοκοφρέτες μου έκλεισαν το μάτι από το περίπτερο. Πήγα εκεί, τις αγόρασα και έδωσα τη μία στην Άσπα. 
Τις φάγαμε βουλιμικά, δώσαμε ένα καυτό σοκοφρετένιο φιλί και μπήκαμε στο μετρό σα σίφουνες.

ΤΕΛΟΣ

Τρίτη 3 Ιανουαρίου 2012

Και τα δυο, με σοκοφρέτα (μέρος τρίτο)

Αλάνια σήμερα είναι μεγάλη μέρα. Τσακώστε το τρίτο μέρος του "Και τα δυο, με σοκοφρέτα" μετά το part1 και το part2. Και για να μην ξεχνιόμαστε σήμερα Τρίτη στις 22:00 ακούστε στον www.giafkanet.com το πρώτο και καταστροφολογικό FLOWER POWER του έτους 2012 με τον Vardoulix και τον Chris Adam.

Η Άσπα πήρε μια βαθιά ανάσα για να περιγράψει το γαϊτανάκι που ακολούθησε.

- Εκείνο το βράδυ θυμάμαι ελάχιστες στιγμές. Τρίπαρα για αρκετές ώρες, περπάτησα σε βουνά καλυμμένα με πράσινο χιόνι, είδα μεγάλες πινακίδες φτιαγμένες από καουτσούκ να γράφουν "Λεφτά υπάρχουν", έφαγα γουρουνοπούλα σε ύπουλες στοές της Αθήνας μαζί με αρουραίους με ανθρωπόμορφα χαρακτηριστικά, είδα τον Ανέστη Βλάχο να οδηγεί στο πεδίο της μάχης έναν στρατό από ρακούν, συζήτησα με τέσσερα όντα από τον μακρινό δορυφόρο του Δία, τον Γανυμήδη, που έμοιαζαν στη φάτσα με ελάφια και ήταν τόσο αλτικά όσο ο Σεργκέι Μπούμκα.
- Τριπάκια μέσα στη σοκοφρέτα; Έξυπνο! Γάτα η Ζωή...
- Μήτσε ειλικρινά δεν μπορώ να σου πω με σιγουριά. Αυτό για το οποίο είμαι σίγουρη είναι ότι σε όλη τη διάρκεια αυτού του οπτικοακουστικού ντελίριου ένιωθα να με κυριεύει ένα συναίσθημα ηδονής που όλο και μεγάλωνε. Είχε αρχίσει να καλύπτει τα πάντα, να τα σβήνει όλα γύρω μου εκτός από τον καινούργιο μου κόσμο για αρκετή ώρα. Το ένιωθα να αυξάνει με γεωμετρική πρόοδο και ακόμα και τη στιγμή που άρχισα να συνέρχομαι ήταν έντονο, μπορεί και εντονότερο. Το θέμα είναι όμως τί έγινε όταν άρχισα να αντιλαμβάνομαι τον κόσμο ξανά, μετά το τριπ.
- Πες μου ότι δεν ήταν κάτι κακό τουλάχιστον. Γιατί καμιά φορα...
- Το αν είναι καλό η κακό θα το κρίνεις από μόνος σου. Με το που άρχισα να καταλαβαίνω τί γίνεται ακριβώς, βρέθηκα σε μια κατάσταση χωρίς προηγούμενο για μένα. Εγώ και η Ζωή ήμασταν εκστασιασμένες στο κρεβάτι μου. Το πως είχαμε φτάσει εκεί από το σπίτι της και με ποιές ενδιάμεσες στάσεις δεν μπορώ να το ξέρω. ΄Ημασταν χωρίς ρούχα και προφανώς χωρίς αναστολές και κάναμε έρωτα συνεχόμενα, πιθανότατα για πολλές πολλές ώρες, το νιώθαμε και οι δύο στα κορμιά μας. Καταλαβαίναμε τι συμβαίνει, δε μας ένοιαζε καθόλου, είχε δημιουργηθεί μεταξύ μας μια ροή πάθους, η ηδονή μας είχε φτάσει σε επίπεδα που δεν είχαμε ξαναζήσει! Με λίγα λόγια, δεν έχω ξανα*αμηθεί έτσι σε ολόκληρη τη ζωή μου...

Η Άσπα όταν έλεγε αυτή τη φράση φαινόταν να την εννοεί 100%. Με κοίταγε έντονα για να καταλάβω τα συναισθήματά της, τα χείλη της είχαν μια υποψία τρέμουλου και το χέρι της είχε σφίξει τόσο πολύ το παγωτό που κράταγε με αποτέλεσμα πράσινες σταγόνες από το φυστίκι να τρέχουν πάνω στο μανίκι της. Είχε αναστατωθεί μα παράλληλα είχε σκοτεινιάσει. Χαμογέλασα με νόημα γιατί όλη αυτή η υπόθεση κάπως με διασκέδαζε. Και της μίλησα.

- Ακόμα δεν βρίσκω κάτι κακό σε όλη αυτή την υπόθεση ρε Άσπα. Ποιό είναι το θέμα; Ότι σου αρέσουν οι γυναίκες; Είσαι bi; Δεν βρισκω κάτι από αυτά άσχημο, ίσως να το είχες μέσα σου από πριν και να το ανακάλυψες τότε. Μπερδεύτηκες μήπως; Τί έγινε τελικά;
- Ακόμα δεν ξέρω να σου απαντήσω. Ακόμα μου αρέσουν οι άντρες. Μου αρέσουν και κάποιες γυναίκες, το ομολογώ. Αλλά από εκείνη τη μέρα έγινα άντρας.

Το είπε σαν το πιο φυσιολογικό πράγμα στον κόσμο. Νόμιζα πως ειρωνευότανε. Το χαμόγελό μου έγινε γέλιο. Η Άσπα δε γελούσε όμως...

Κυριακή 1 Ιανουαρίου 2012

Και τα δυο, με σοκοφρέτα (μέρος δεύτερο)

Καλή χρονιά μόρτες και μόρτισσες. Πάρτε με μανία και το δεύτερο από τα τέσσερα μέρη του διηγήματός "Και τα δυο, με σοκοφρέτα". Θέλω αγωνία και λαχτάρα...



Η Άσπα λέγοντας αυτή την απλή φράση, την γεμάτη σοκολάτα και φουντούκι, έκανε τους σιελογόνους αδένες μου να δουλέψουν υπερωρίες. Παράλληλα γέμισα απορίες...

- Και πώς ξεκίνησε αυτό; Πού τη βρήκες; Πού σε βρήκε;
- Η Ζωή ήταν γειτόνισσα μου καιρό όταν έμενα σε ένα μικρό ημιυπόγειο στην Νέα Ιωνία. Φοιτήτρια στο Χημικό εγώ ακόμα, τα έβγαζα και τότε δύσκολα πέρα, τα ίδια και η Ζωή. Δεν ήταν φοιτήτρια δηλαδή αλλά δυσκολευόταν κι αυτή, έκανε πολλές και σύντομες δουλειές και δεν έβλεπε φως. Έτσι, όταν αρχίσαμε να κάνουμε παρέα, είχαμε πράγματα που μας ένωναν. Συνεχώς βρίσκαμε κοινά σημεία.  Κι αυτή πέρασε τη goth φάση της πιο μικρή, κι αυτή αντέγραψε στις πανελλήνιες, κι αυτή τα είχε σπάσει με την οικογένειά της, κι αυτή είχε δυσκολίες. Και άλλο ένα κοινό. Δεν την είχα δει ποτέ να κυκλοφορεί με άντρα. Λίγους φίλους ναι. Αλλά όχι γκόμενο. Όπως κι αυτή δεν είχε δει ποτέ εμένα.
- Η σοκοφρέτα που ήρθε όμως; Τί καινούργιο έφερε;
- Βιάζεσαι Μήτσε, θα μάθεις. Ήταν ένα βαρετό απογευματάκι που καθόμασταν στο σπίτι της και παίζαμε μπιρίμπα. Σαν κάτι θείτσες στην εμμηνόπαυση. Κάποια στιγμή χτύπησε το τηλέφωνο και η Ζωή πετάχτηκε σαν ελατήριο. Ήταν κάποιος τύπος λέει που της είχε φέρει ένα δώρο και έπρεπε να πεταχτεί δυο τετράγωνα πιο κάτω να το παραλάβει. Απόρησα με τη μυστικότητα αλλά δεν είπα τίποτα. Μου είπε απλά να την περιμένω εκεί και τα μάτια της πέταγαν σπίθες. Και είχε κι ένα χαμόγελο περίεργο. Της είπα κι εγώ ok κι έφυγε βιαστικά. Γύρισα λοιπόν την μπιρίμπα σε πασιέντζα. Έριξα πέντε φορές μέχρι να γυρίσει, μου βγήκε μόνο η μία, ήπια και μια μπύρα από το σχεδόν άδειο ψυγείο της και η Ζωή επέστρεψε εντυπωσιακά! Γελώντας και κρατώντας δυο σοκοφρέτες!
- Καλά σοβαρολογείς τώρα; Τί σκατά δώρο είναι μια σοκοφρέτα; Κανένα παιδάκι τις της έδωσε; Μου φαίνεται παράλογο...
- Στο είπα ότι έτσι θα φανεί. Εγώ έμεινα κόκκαλο κοιτώντας την και πιστεύοντας ότι είχε βαρέσει μπιέλα. "Η μία είναι για σένα", μου είπε. "Παρακάλεσα να μου δώσουν και δεύτερη." Εκεί σιγουρεύτηκα. Είχε αποτρελαθεί. Αλλά δεν ήξερα τί θα επακολουθήσει.
- Εγώ στη θέση σου θα είχα πάρει ψυχίατρο στο καπάκι. Για λέγε όμως. Πού κατέληξε αυτό;
- Όπως καταλαβαίνεις είχα σαστίσει αλλά με είχε πιάσει νευρικό γέλιο που περίμενα μία ολόκληρη ώρα για μια σοκοφρέτα. Όταν μου την έδωσε ήταν τόσο χαρούμενη που της έκανα την χάρη και την έφαγα με λαχτάρα, όπως ακριβώς έφαγε κι αυτή τη δική της, φτύνοντας που και που μικρά κομματάκια από το γέλιο που ρίχναμε. Και αυτό ήταν.
- Τί ήταν δηλαδή αυτό; Τις φάγατε και τέλος; Που είναι το περίεργο;
- Αυτό ήταν η αρχή εννοώ...