Παρασκευή 30 Δεκεμβρίου 2011

Και τα δυο, με σοκοφρέτα (μέρος πρώτο)

Χρησιμοποιώντας τη γνωστή διαφημιστική ατάκα δίνω τίτλο στο διηγηματάκι μου. Τέσσερα τα μέρη, θα τα βάνω ένα ένα μπας και έχετε και αγωνία. Enjoy το πρώτο μέρος.


Την πέτυχα δίπλα στον Άγιο Αντώνη στο Περιστέρι. Ψηλή, ξερακιανή, μελαχρινή, με μαύρα μάτια σαν δυο μικρές μπίλιες φτιαγμένες από σκοτάδι. Στο δεξί της χέρι μου τράβηξε την προσοχή ένα μικρό κόκκινο δαχτυλιδάκι που ίσα ίσα χώραγε στο μικρό της δάχτυλο. Τότε μου έφυγαν οι αμφιβολίες. Πήγα και της μίλησα κατευθείαν.

- Καλησπέρα! Είμαι ο Δημήτρης. Με θυμάσαι έτσι;
- Εγώ είμαι η Άσπα. Σε γνωρίζω; Κάτι γνώριμο έχεις...

Οι δυο μικρές σκοτεινές μπίλιες άστραψαν και με περιεργάστηκαν για να με ανασύρουν από το βυθό των αναμνήσεων της Άσπας. Εγώ συνέχισα.

- Φυσικά και με γνωρίζεις. Στο Λύκειο. Στο Α3, στο Β3, στο Γ3, θετική κατεύθυνση. Μπορώ να λέω ότι είμαι ένας από τους λόγους που πέρασες στο πανεπιστήμιο.

Η Άσπα είχε αντιγράψει από μένα σε δύο μαθήματα στις πανελλήνιες. Και, με τις ευλογίες μου, πέρασε. Είχε πάει σχεδόν όσο καλά όσο κι εγώ. Τότε ένιωθα πολύ περήφανος. Την γούσταρα και λιγάκι να πω την αλήθεια. Κάναμε παρέα ένα μικρό περίεργο διάστημα. Μετά ξαφνικά σιωπή. Χαθήκαμε εντελώς.

- Όχι μη μου πεις... Μήτσε άλλαξες τόσο πολύ! Πού είναι η μαλλούρα σου ρε πρώην μέταλλο; Πού πήγε η μπυροκοιλία και τα κολλητά τζην σου;
- Τα κολλητά τζην σκίστηκαν, η μπυροκοιλιά εξαφανίστηκε σε κάποια φάση αφασίας και το μαλλί είναι εύκολο να συμπεράνεις πως έφυγε. Τα έκοψα για να πάω σ'αυτό το πράγμα που σε κάνει άντρα...
- Α κατάλαβα, στρατός. Ευτυχώς πέρασε όμως, έτσι; Πώς περνάς λοιπόν; Την παλεύεις στη ζωή σου;
- Θα έλεγα πως ναι. Έχω τα πάνω και τα κάτω μου. Αλλά την παλεύω. Εσύ;
- Θα έλεγα πως όχι. Τουλάχιστον όχι τον τελευταίο ενάμιση χρόνο.

Το βλέμμα της χαμήλωσε και με γέμισε ερωτηματικά. Πέρασαν διάφορα από το μυαλό μου αλλά δεν θα μπορούσα να συμπεράνω τι συμβαίνει. Ήθελα να μιλήσω μαζί της περισσότερο.

- Θες να αράξεις να τα πούμε; Εγώ έχω μια δουλειά εδώ κοντά αλλά είναι σε κανένα δίωρο. Θα γελάσεις με τη δουλειά αλλά είμαι πωλητής ειδών υγιεινής. Χέστρες και τέτοια. Μιλάμε για τρελή αδρεναλίνη...

Η Άσπα ελάφρυνε και γέλασε λίγο με τον αυτοσαρκασμό μου.

- Εντάξει πάμε! Κανονικά θα έπρεπε να περίμενω κάποιον για λίγο ακόμα αλλά δε θέλω να τον δω. Ένα μήνυμα και φύγαμε.

Έστειλε το μήνυμά της στον άγνωστο για μένα παραλήπτη και έτσι φύγαμε.
Περπατήσαμε οι δυο μας για κανένα δεκάλεπτο για να καταλήξουμε σε ένα μικρό μαγαζί με παγωτά. Παγωτά δεν τρώω. Το μαγαζάκι όμως το γούσταρα. Ήταν μικρό και μπλε. Σκέτη ναυτία.

Η Άσπα αφού ανίχνευσε γρήγορα το χώρο πήγε και έκατσε στο βάθος, στην πιο χωμένη γωνία του. Απέναντί της έκατσα κι εγώ. Ήρθε ένας σερβιτόρος που ήταν κοντός σαν στρουμφάκι και του παρήγγειλα έναν φραπέ σκέτο. Η Άσπα πήρε ένα παγωτό φυστίκι. Ήρθε η ώρα να μάθω κι εγώ τι της συνέβαινε. Ξεκίνησα με δηλώσεις αλλά μπήκα κατευείαν στο ψητό.

- Άσπα ειλικρινά, είσαι το τελευταίο άτομο που φαινόταν ότι στη ζωή του θα είχε αδιέξοδα. Για πες μου λοιπόν... τί συμβαίνει και σε στρίμωξε τόσο;
- Είναι περίεργο Δημήτρη. Τόσο περίεργο που δε θα σου φαίνεται καθόλου λογικό. Όλα άρχισαν όταν ήρθε μια τύπισσα και μου έδωσε μια σοκοφρέτα. Την πράσινη. Αυτή με τα φουντούκια...

Δευτέρα 14 Νοεμβρίου 2011

Πόσοι θα κλάψουνε τον λούτσο; (cleaner version)

Ήταν ξημερώματα Πέμπτης και το λυκόφως είχε αρχίσει να ξεπροβάλλει από τον ανατολικό λοφίσκο του χωριού. Ο Φωτάρας φτάνοντας έξω από το σπίτι της Λεμονιάς φρέναρε το άλογό του, τον Μπέμπη, και ξεπέζεψε βιαστικά. Κατεβαίνοντας σφύριξε σιγανά και κρύφτηκε πίσω από τις δυο αχλαδιές έξω από τον φράχτη. Περίμενε λίγα λεπτά υπομονετικά... και μετά λίγο ακόμα. "Αργεί το Λεμονάκι", σκέφτηκε και σφύριξε άλλη μια φορά το ίδιο σιγανά μα πιο συρτά.

Η Λεμονιά πετάχτηκε από το κρεβάτι της σαν το ελατήριο όταν άκουσε το σφύριγμά του να την καλεί. Το καταλάβαινε πάντα ότι ήταν αυτός, βράδια ή ξημερώματα. Σε λίγο ο πατέρας της θα έφευγε για το χωράφι και η μάνα της για την εφορία που δούλευε στο δίπλα κεφαλοχώρι αλλά στο παλιά της τα υποδήματα τους έγραφε. "Να πάνε να κόψουν το λαιμό τους!", σκέφτηκε.

Το χωράφι ο πατέρας της το είχε πάρει από κάτι δόλιους που είχαν φύγει να δουλέψουν σαλιγκαρομαζωχτές στην Γροιλανδία. Τότε δεν είχανε νερά εκεί στο ξεροχώρι τους να ποτίζουνε τα σπαρτά, δεν είχε έρθει το ΠΑΣΟΚ να κάνει έργα, δυστύχησαν οι άνθρωποι, φτώχυναν, πήραν των ομματιών τους και πήγαν εκεί να φάνε ένα κομμάτι ψωμί."Έλειψαν πολύ καιρό!", λογίστηκε ο μπαρμπα-Θανάσης και από το χωράφι του δίπλα πήρε τους στύλους και τους έβαλε στη μέση του χωραφιού των Σακκαλαίων. Οι Σακκαλήδες είχαν 8 στρέμματα. Τότε δεν είχανε φτουρήσει, πείναγαν. Με τα νερά του ΠΑΣΟΚ, με την αλλαγή, γινόταν να καλλιεργήσει κάποιος πια. Και τους τα 'φαγε. Στεγνά.

Γύρω γύρω φύτεψε καλαμπόκι. Μετά έβαλε κάτι δεντρά. Στο τέλος, μέσα μέσα, φούντα προυσαλιά. Εκεί ήταν το ζουμί. Είχε και κάτι νταήδες φίλους του να παραφυλάνε και τους πλήρωνε καλά, είχε κι αυτός 3 καραμπίνες και τους έδινε, έκανε και λεφτά κι έφτιαξε και μια λέσχη στο χωριό να παίζουνε πόκα. Συχνάζανε και κάτι μπασκίνες και τους κέρναγε τοιουτοτρόπως και αυτοί έκαναν τα στραβά μάτια.Τα κουτσόβγαζε πέρα ο μπαγάσας.

Τη μάνα της Λεμονιάς, την κυρα-Μαρίνα, την παντρεύτηκε με προξενιό. Είχε ένα θειό σύμβουλο λέει του Αντρέα του Παπαντρέα, είχε κι αυτός τις δουλειές του ήθελε να τονε προσέχει κάποιος πολιτικός από πάνου, γιατι το χαρτί δεν πολυπέρναγε πια και ήθελε να ανοίξει ένα μπαρ με κορίτσια. Αρτίστες.

Η κυρα-Μαρίνα δούλευε στην εφορία στο διπλανό κεφαλοχώρι και μάζευε τα ασυμμάζευτα των χωριανών που μπορούσαν να της δώκουν το αζημείωτο. Την είχε βάλει εκεί ο θείος της ο συμβουλάτορας του Παπαντρέα, τόσα είχε κάνει κι αυτός για το κόμμα, έπρεπε να βάλει και 5, 10 ανθρώπους εκεί που ήθελε. Μία ήταν και η κυρα-Μαρίνα που της είχε και αδυναμία. Όπως αδυναμία είχε και στην κουνιάδα του, τη μητέρα της. Τόσο πολύ που την είχε κουτουπώσει κάτι φορές όταν έλειπε ο αδερφός του ο μπούφος που μια μέρα έπεσε από μια σκαλωσιά και τσακίστηκε. Ήταν χτίστης και ΚΚΕ. Μα αυτός κρατούσε το σφυρί και άλλος είχε το δρεπάνι και θέριζε στο σπίτι του. Που να'ξερε...
Βγήκε λοιπόν έξω η Λεμονιά και αντίκρυσε τον Φωτάρα να την περιμένει με φανέλα του Ολυμπιακού Κάτω Πιτσικουλιάς. Τον φίλησε παθιασμένα στο δεξί μάτι. Έτσι λοιπόν, πίσω από τις αχλαδιές, τους έπιασε μια καύλα. Μεγάλη. Σύρθηκαν σχεδόν γυμνοί δίπλα στο παρακάτω στο ρυάκι και πίσω από τις πυκνές καλαμιές πηδήχτηκαν ασύστολα. Χωρίς συστολή δηλαδή. Ο Φωτάρας είδε το χριστό φαντάρο και το θεό λοχία με τα κόλπα της Λεμονιάς. Ήταν σεξουάλα. Η Λεμονιά είπε μπιραλάχ. Πολλάκις.

"Τί γίνεται εκεί;", αντήχησε μια βαριά φωνή. Αυτή η φωνή δεν ήταν άλλη από του μπαρμπα-Θανάση που κατεθυνόταν προς το μέρος τους με σταθερά αργά βήματα. Πριν προλάβει να πει η Λεμονιά το τελευταίο μπιραλάχ οι καλαμιές είχαν παραμερίσει και ξεπετάχτηκε από μέσα ο μπαρμπα-Θανάσης με την καραμπίνα του τη ρούσσικη!
"Μωρή λινάτσα!", φώναξε στην κόρη του, "θα σε φάω λάχανο κι εσένα κι αυτόνανε...".
"Ρε πατέρα άντε στη δουλειά σου", του απαντάει το Λεμονάκι, ξινή απάντηση που περιμένεις από ένα λεμονάκι.
"Με τον δεξιό μωρή πηδιέσαι, το γιό του Τσεκούρα;", της λέει με απόγνωση."Αυτοί μας έβαλαν στην ΕΟΚ και στο ΝΑΤΟ και τα πληρώνει τώρα ο Αντρίκος μας. Άσε που θέλανε να μου κλείσουνε τη λέσχη!".
"Κάνε πίσω μπαρμπα-Θανάση, ουσταδιάλα", είπε ο Φωτάρας. Τον άκουσε ο Μπέμπης και χλιμίντριξε δυνατά."Μπέμπη το'χω.", φώναξε και συνέχισε ο Φωτάρας. "Δεν είμαι δεξιός εγώ. Έχω διαβάσει Μαρξ και Λένιν και Φλωράκη, δεν είμαι κάνα φλωράκι. Και παίζω και ποκίτσα άμα λάχει. Κομμουνισμός ρε. Ούτε να πηδήσει δε μπορεί κανείς με το ΠΑΣΟΚ;"
"Τι λες ρε παιδί μου; Παίζεις και ποκίτσα; Σε παρεξήγησα. Ειλικρινά δεν είσαι δεξιός;"
"ΟΧΙ", είπε κατηγορηματικά ο Φωτάρας."Είμαι κομμούνι ως το κόκκαλο."
"Σε πιστεύω παιδί μου, έναν είπες να ρίξει κι εσύ και σου τη χάλασα. Κωλοδεξιοί..", μονολόγησε,"τόσο που θέλουν να μας ρίξουν από την εξουσία νομίζουμε ότι θα μας πηδήσουνε και τις κόρες πια. Βλέπουμε φαντάσματα. Το Λεμονάκι μου όμως έχει μυαλό! Δε θα πήγαινε με κανέναν δεξιό!"
"Έτσι μπαρμπα-Θανάση, εμένα να μη με φοβάσαι. Τον πατέρα μου τον έχω χεσμένο τον ταγματασφαλίτη.", έγνεψε ο Φωτάρας. Και δεν έγνεψε με το χέρι του.
Εδώ όμως έγινε το κακό. Το Λεμονάκι άρχισε να σηκώνεται και να γίνεται κόκκινο σα μηλαράκι από το θυμό του. "Τα βρήκατε μαλάκες ε; Νομίζετε ότι με νοιάζει ποιός είναι δεξιός και αριστερός; Λοιπόν για να το ξέρετε το έχω κάνει οκτώ φορές σε ένα βράδυ με τον Σώτο. ΝΑΙ ρε! Τον Μπάμπουρα*."
"Με τον τσοπάνη των δεξιών μωρή, θα με πεθάνεις! Τί θα έλεγε η μάνα σου αν σε άκουγε; Τί θα έλεγε ο θειός σου; Τί θα έλεγε ο Τσοβόλας;"
"Λεμονιά ειλικρινά θα σε πνίξω με ίδια μου τα χέρια!", είπε ο Φωτάρας και άρπαξε μανιασμένα τη Λεμονιά από το λαιμό. Τον είχε τυφλώσει η ζήλια. Τον είχε ποτίσει ο φανατισμός. Τον είχε πάρει ο διάολος...
Σάστισε ο μπαρμπα-Θανάσης. Σήκωσε την καραμπίνα και μπουμπούνησε τρεις φορές. ΚΡΑΟΥ. ΚΡΑΟΥ. ΚΡΑΟΥ! Η μία πήγε στον κώλο του Φωτάρα. Η δεύτερη πήγε προς τη μεριά του Μπέμπη που τρομαγμένος κάλπασε προς το άγνωστο. Η τρίτη πήρε ξώφαλτσα τον λούτσο του. Του Φωτάρα.

Απλώθηκε σιγή πίσω από τις καλαμιές. Βουβός ο πόνος του Φωτάρα, Τον** κοίταγε πληγωμένο και έκλαιγε πνιχτά. Η Λεμονιά ξεμπλάβιζε σιγά σιγά και έτρεχαν δάκρυα κι από τα δικά της μάτια. Και ο μπαρμπα-Θανάσης, ο εκτελεστής, είχε πετάξει την καραμπίνα στο ρυάκι, είχε σηκώσει τα μάτια προς το θεό*** και έβγαζε ΠΑΣΟΚικές κραυγές αγωνίας.

 Ήταν όλοι τους μετανοιωμένοι. Σηκώθηκαν πληγωμένοι άλλος στο σώμα κι άλλος στην ψυχή και τράβηξαν σιγά σιγά και βασανιστικά προς το ιατρικό κέντρο που είχε φτιάξει ο Αντρέας στο χωριό τους. Ο δικός τους Αντρέας. Ο Αντρέας όλων μας. Αυτός που'χε πατέρα το Γεώργιο και γιό το ΓΑΠο. Στο δρόμο θρήνησαν για τη χαμένη εθνική συμφιλίωση.

Αχ και να'ξεραν...


*     Σώτος Μπάμπουρας. Πρώην γραμματέας της ΟΝΝΕΔ Κάτω Πιτσικουλιάς.
**   Λούτσος,
*** Μαραντόνα


Σάββατο 12 Νοεμβρίου 2011

Πόσοι θα κλάψουνε τον πούτσο;


Ήταν ξημερώματα Πέμπτης και το λυκόφως είχε αρχίσει να ξεπροβάλλει από τον ανατολικό λοφίσκο του χωριού. Ο Φωτάρας φτάνοντας έξω από το σπίτι της Λεμονιάς φρέναρε το άλογό του, τον Μπέμπη, και ξεπέζεψε βιαστικά. Κατεβαίνοντας σφύριξε σιγανά και κρύφτηκε πίσω από τις δυο αχλαδιές έξω από τον φράχτη. Περίμενε λίγα λεπτά υπομονετικά... και μετά λίγο ακόμα. "Αργεί το Λεμονάκι", σκέφτηκε και σφύριξε άλλη μια φορά το ίδιο σιγανά μα πιο συρτά.

Η Λεμονιά πετάχτηκε από το κρεβάτι της σαν το ελατήριο όταν άκουσε το σφύριγμά του να την καλεί. Το καταλάβαινε πάντα ότι ήταν αυτός, βράδια ή ξημερώματα. Σε λίγο ο πατέρας της θα έφευγε για το χωράφι και η μάνα της για την εφορία που δούλευε στο δίπλα κεφαλοχώρι αλλά στο μουνί της. "Να πάνε να γαμηθούν!", σκέφτηκε.

Το χωράφι ο πατέρας της το είχε πάρει από κάτι δόλιους που είχαν φύγει να δουλέψουν σαλιγκαρομαζωχτές στην Γροιλανδία. Τότε δεν είχανε νερά εκεί στο ξεροχώρι τους να ποτίζουνε τα σπαρτά, δεν είχε έρθει το ΠΑΣΟΚ να κάνει έργα, δυστύχησαν οι άνθρωποι, φτώχυναν, πήραν των ομματιών τους και πήγαν εκεί να φάνε ένα κομμάτι ψωμί."Έλειψαν πολύ καιρό!", λογίστηκε ο μπαρμπα-Θανάσης και από το χωράφι του δίπλα πήρε τους στύλους και τους έβαλε στη μέση του χωραφιού των Σακκαλαίων. Οι Σακκαλήδες είχαν 8 στρέμματα. Τότε δεν είχανε φτουρήσει, πείναγαν. Με τα νερά του ΠΑΣΟΚ, με την αλλαγή, γινόταν να καλλιεργήσει κάποιος πια. Και τους τα 'φαγε. Στεγνά.

Γύρω γύρω φύτεψε καλαμπόκι. Μετά έβαλε κάτι δεντρά. Στο τέλος, μέσα μέσα, φούντα προυσαλιά. Εκεί ήταν το ζουμί. Είχε και κάτι νταήδες φίλους του να παραφυλάνε και τους πλήρωνε καλά, είχε κι αυτός 3 καραμπίνες και τους έδινε, έκανε και λεφτά κι έφτιαξε και μια λέσχη στο χωριό να παίζουνε πόκα. Συχνάζανε και κάτι μπασκίνες και τους κέρναγε τοιουτοτρόπως και αυτοί έκαναν τα στραβά μάτια.Τα κουτσόβγαζε πέρα ο μπαγάσας.

Τη μάνα της Λεμονιάς, την κυρα-Μαρίνα, την παντρεύτηκε με προξενιό. Είχε ένα θειό σύμβουλο λέει του Αντρέα του Παπαντρέα, είχε κι αυτός τις δουλειές του ήθελε να τονε προσέχει κάποιος πολιτικός από πάνου, γιατι το χαρτί δεν πολυπέρναγε πια και ήθελε να ανοίξει ένα μπαρ με κορίτσια. Αρτίστες.

Η κυρα-Μαρίνα δούλευε στην εφορία στο διπλανό κεφαλοχώρι και μάζευε τα ασυμμάζευτα των χωριανών που μπορούσαν να της δώκουν το αζημείωτο. Την είχε βάλει εκεί ο θείος της ο συμβουλάτορας του Παπαντρέα, τόσα είχε κάνει κι αυτός για το κόμμα, έπρεπε να βάλει και 5, 10 ανθρώπους εκεί που ήθελε. Μία ήταν και η κυρα-Μαρίνα που της είχε και αδυναμία. Όπως αδυναμία είχε και στην κουνιάδα του, τη μητέρα της. Τόσο πολύ που την είχε κουτουπώσει κάτι φορές όταν έλειπε ο αδερφός του ο μπούφος που μια μέρα έπεσε από μια σκαλωσιά και τσακίστηκε. Ήταν χτίστης και ΚΚΕ. Μα αυτός κρατούσε το σφυρί και άλλος είχε το δρεπάνι και θέριζε στο σπίτι του. Που να'ξερε...
Βγήκε λοιπόν έξω η Λεμονιά και αντίκρυσε τον Φωτάρα να την περιμένει με φανέλα του Ολυμπιακού Κάτω Πιτσικουλιάς. Τον φίλησε παθιασμένα στο δεξί μάτι. Έτσι λοιπόν, πίσω από τις αχλαδιές, τους έπιασε μια καύλα. Μεγάλη. Σύρθηκαν σχεδόν γυμνοί δίπλα στο παρακάτω στο ρυάκι και πίσω από τις πυκνές καλαμιές πηδήχτηκαν ασύστολα. Χωρίς συστολή δηλαδή. Ο Φωτάρας είδε το χριστό φαντάρο και το θεό λοχία με τα κόλπα της Λεμονιάς. Ήταν σεξουάλα. Η Λεμονιά είπε μπιραλάχ. Πολλάκις.

"Τί γίνεται εκεί;", αντήχησε μια βαριά φωνή. Αυτή η φωνή δεν ήταν άλλη από του μπαρμπα-Θανάση που κατεθυνόταν προς το μέρος τους με σταθερά αργά βήματα. Πριν προλάβει να πει η Λεμονιά το τελευταίο μπιραλάχ οι καλαμιές είχαν παραμερίσει και ξεπετάχτηκε από μέσα ο μπαρμπα-Θανάσης με την καραμπίνα του τη ρούσσικη!
"Μωρή καριόλα!", φώναξε στην κόρη του, "θα σε φάω λάχανο κι εσένα κι αυτόνανε...".
"Ρε πατέρα άντε γαμήσου", του απαντάει το Λεμονάκι, ξινή απάντηση που περιμένεις από ένα λεμονάκι.
"Με τον δεξιό μωρή πηδιέσαι, το γιό του Τσεκούρα;", της λέει με απόγνωση."Αυτοί μας έβαλαν στην ΕΟΚ και στο ΝΑΤΟ και τα πληρώνει τώρα ο Αντρίκος μας. Άσε που θέλανε να μου κλείσουνε τη λέσχη!".
"Κάνε πίσω μπαρμπα-Θανάση, ουσταδιάλα", είπε ο Φωτάρας. Τον άκουσε ο Μπέμπης και χλιμίντριξε δυνατά."Μπέμπη το'χω.", φώναξε και συνέχισε ο Φωτάρας. "Δεν είμαι δεξιός εγώ. Έχω διαβάσει Μαρξ και Λένιν και Φλωράκη, δεν είμαι κάνα φλωράκι. Και παίζω και ποκίτσα άμα λάχει. Κομμουνισμός ρε. Ούτε να γαμήσει δε μπορεί κανείς με το ΠΑΣΟΚ;"
"Τι λες ρε παιδί μου; Παίζεις και ποκίτσα; Σε παρεξήγησα. Ειλικρινά δεν είσαι δεξιός;"
"ΟΧΙ", είπε κατηγορηματικά ο Φωτάρας."Είμαι κομμούνι ως το κόκκαλο."
"Σε πιστεύω παιδί μου, έναν είπες να ρίξει κι εσύ και σου τη χάλασα. Κωλοδεξιοί..", μονολόγησε,"τόσο που θέλουν να μας ρίξουν από την εξουσία νομίζουμε ότι θα μας γαμήσουν και τις κόρες πια. Βλέπουμε φαντάσματα. Το Λεμονάκι μου όμως έχει μυαλό! Δε θα πήγαινε με κανέναν δεξιό!"
"Έτσι μπαρμπα-Θανάση, εμένα να μη με φοβάσαι. Τον πατέρα μου τον έχω χεσμένο τον ταγματασφαλίτη.", έγνεψε ο Φωτάρας. Και δεν έγνεψε με το χέρι του.
Εδώ όμως έγινε το κακό. Το Λεμονάκι άρχισε να σηκώνεται και να γίνεται κόκκινο σα μηλαράκι από το θυμό του. "Τα βρήκατε μαλάκες ε; Νομίζετε ότι με νοιάζει ποιός είναι δεξιός και αριστερός; Λοιπόν για να το ξέρετε έχω πηδηχτεί οκτώ φορές σε ένα βράδυ με τον Σώτο. ΝΑΙ ρε! Τον Μπάμπουρα*."
"Με τον τσοπάνη των δεξιών μωρή, θα με πεθάνεις! Τί θα έλεγε η μάνα σου αν σε άκουγε; Τί θα έλεγε ο θειός σου; Τί θα έλεγε ο Τσοβόλας;"
"Λεμονιά ειλικρινά θα σε πνίξω με ίδια μου τα χέρια!", είπε ο Φωτάρας και άρπαξε μανιασμένα τη Λεμονιά από το λαιμό. Τον είχε τυφλώσει η ζήλια. Τον είχε ποτίσει ο φανατισμός. Τον είχε πάρει ο διάολος...
Σάστισε ο μπαρμπα-Θανάσης. Σήκωσε την καραμπίνα και μπουμπούνησε τρεις φορές. ΚΡΑΟΥ. ΚΡΑΟΥ. ΚΡΑΟΥ! Η μία πήγε στον κώλο του Φωτάρα. Η δεύτερη πήγε προς τη μεριά του Μπέμπη που τρομαγμένος κάλπασε προς το άγνωστο. Η τρίτη πήρε ξώφαλτσα τον πούτσο του. Του Φωτάρα.

Απλώθηκε σιγή πίσω από τις καλαμιές. Βουβός ο πόνος του Φωτάρα, Τον** κοίταγε πληγωμένο και έκλαιγε πνιχτά. Η Λεμονιά ξεμπλάβιζε σιγά σιγά και έτρεχαν δάκρυα κι από τα δικά της μάτια. Και ο μπαρμπα-Θανάσης, ο εκτελεστής, είχε πετάξει την καραμπίνα στο ρυάκι, είχε σηκώσει τα μάτια προς το θεό*** και έβγαζε ΠΑΣΟΚικές κραυγές αγωνίας.

 Ήταν όλοι τους μετανοιωμένοι. Σηκώθηκαν πληγωμένοι άλλος στο σώμα κι άλλος στην ψυχή και τράβηξαν σιγά σιγά και βασανιστικά προς το ιατρικό κέντρο που είχε φτιάξει ο Αντρέας στο χωριό τους. Ο δικός τους Αντρέας. Ο Αντρέας όλων μας. Αυτός που'χε πατέρα το Γεώργιο και γιό το ΓΑΠο. Στο δρόμο θρήνησαν για τη χαμένη εθνική συμφιλίωση.

Αχ και να'ξεραν...


*     Σώτος Μπάμπουρας. Πρώην γραμματέας της ΟΝΝΕΔ Κάτω Πιτσικουλιάς.
**   Πούτσος,
*** Μαραντόνα