Τετάρτη 6 Φεβρουαρίου 2013

Λίπασμα

Νόμιζα πως είχα ένα πρόσωπο, δυο χέρια,
δυο μάτια άγρυπνα για σένα, ένα ρεύμα δυνατό.
Κι αυτό μου έφτανε.
Αλλά σαν να μη σκέφτηκα πως όταν δεν κοιμάμαι,
και με τη σκέψη σου μαζί αποσυντίθεμαι,
τότε η ζωή συμβαίνει κάπου μακριά μου.

Πλάνη η ζωή, όμως θα σου θυμίζει άνθρωπε, μικρέ,
πως δε θα είναι εδώ όταν την ποθήσεις.
Θα είναι εδώ όταν το θελήσει, κι εσύ πρέπει να βιαστείς και να την πιάσεις.
Να απλώσεις το χέρι, να χιμήξεις, να σαλτάρεις στην απέναντι πλευρά.
Κι ίσως να πονέσεις, να πεισμώσεις, να κλάψεις,
να αφήσεις κάτω σάλιο, αίμα, ψυχή, τον εαυτό σου.
Μελανιασμένο και αδρανή, στεγνό και ανίδεο.
Θολό γιατι δεν τον γνωρίζεις πια. 
Κάτι μπορεί να σου θυμίζει. Κάποιον που ήξερες.

Κι ένα ένα τα κομμάτια, θα σηκωθείς και θα τον χτίσεις.
Όταν ολα θα ταιριάζουν θα υψώνεσαι, θ'ανθίζεις.
Πάνω στο κόκκινο χώμα που λίπανε το είναι σου.

Δευτέρα 4 Φεβρουαρίου 2013

Έρημος


Είναι κακό να θέλεις μια φορά να κλάψεις;
Που ο κόσμος πέρασε μπροστά απ'τα μάτια σου.
Που η αλήθεια πέρασε κοντά σου και σε πλάνεψε.
Ονειρεύτηκες τον ήλιο μα σε πρόλαβε η σκιά.



Τα μάτια σου τα σκούπισες, τα μάτια της ποτέ.
Ποτέ δε θα μπορέσεις να στραγγίξεις την υγρή σου επιθυμία.
Αυτή που έκανε σωστά ρυάκια κι έφτιαξε κύκλους.
Κύκλους ομόκεντρους, γύρω απ'τα χέρια της.
Λαγούμια ολόκληρα, βαθιά. Κοντά στα χείλη της.
Σκάλες και γέφυρες που ενώναν τις ψυχές.

Μα ήταν το χώμα αμμουδερό κι όσα έχτιζες βυθίζονταν.
Βυθίστηκε το βλέμμα σου, βυθίστηκε η ζωή σου.
Τα χέρια σου τα έχασες, μαζί με το κορμί σου.
Γυμνό, γερμένο, άθλιο, τριακόσια χρόνια τώρα.
Να περιμένει για να νιώσει αγνό από μια μπόρα.

Κι ούτε μια σταγόνα, μια στάλα να κυλάει στο μέτωπο.
Ο ήλιος ήρθε, γύρισε. Κι έκαιγε.
Έρημος.