Πέμπτη 13 Μαρτίου 2014

Επιστροφή

Τέλειωσα κάτι. Μια δουλειά. Κόπιασα. Άφησα στο έδαφος ένα βάρος, σηκώθηκα όρθιος και πήρα βουλιμικά μια ανάσα.
Θέλησα ν'αναζητήσω.
Τον έρωτα, το άγγιγμα μιας αλλιώτικης από μένα ύπαρξης.
Ένα άλικο φιλί, ένα απλό κι αθώο βλέμμα, δυο αδέξια χέρια να με αναζητήσουν, ζεστά λαγόνια, λόγια που να τρυπάνε το νου μου.
Έτσι τον σκέφτηκα εγώ τον έρωτα.
Μα όταν τον έψαξα βρήκα τα ίδια άχρωμα φιλιά, τα γνωστά πονηρά βλέμματα, οικεία χέρια, ψυχρά λαγόνια, λέξεις γνωστές, επαναλαμβανόμενες κι αστείες.
Ήπια πολύ κι έφυγα αργά και σιγά με την ακαθόριστη φιγούρα μου. Σα να μην υπήρξα.
Χτύπησα το μαστίγιο μου στην πλάτη κι έπεστρεψα σχεδόν σκυφτός.
Και κλείδωσα όλες τις πόρτες μου. Κι όλες τις κλειδαριές μία μία, μήπως και περάσει ένα αεράκι, μια σταγόνα υγρασίας, μια ύπαρξη, ένας αιώνιος φόβος. Σφάλισα τα παράθυρα να μη μπει με βία ο ήλιος.
Ήπια νερό να ξεπλύνω το ποταπό μου θυμικό.
Για να μη συμβεί τίποτα πια το αναπάντεχο.

Τρίτη 11 Μαρτίου 2014

Εμείς, οι βάρβαροι, οι ευτυχισμένοι.

Ας πουλήσουμε λίγο έρωτα και ευδαιμονία, λίγο παραμύθι. Πάμε να φιληθούμε μέσα σε ένα κοκτεϊλόμπαρο, σε μια γνωστή πολυσύχναστη πλατεία, μέσα σ'ένα γεμάτο μοδάτο καφέ, σε ένα πάρτυ που σίγουρα θα έχει απίθανο χαβαλέ. Να προβάρουμε λίγο την ευτυχία μας, μήπως μας έρχεται κοντή. Να την απλώσουμε σε μια παραλία που καταφθάσαμε εμείς πρώτοι και όχι οι άλλοι, αυτοί που είναι οι ορδές των βαρβάρων. Δηλαδή εμείς.

Δυο τρεις φωτογραφίες, ένα βίντεο, δυο παρωπίδες, μια έτοιμη φωλιά. Έτοιμη για να κουρνιάσουμε, πάνω σε ένα ζεστό κλαδί ενός δέντρου που μόλις πυρπολήσαμε. Τόσο μουδιασμένοι όμως που η ζέστη δε μας ακουμπά. Έχει γίνει πια ψύχρα.

Και να μη ζήσουμε κάτι αληθινό, να μη δούμε χωρίς γυαλιά και τυφλωθούμε, να μην κλονίσουμε καμιά λεπτή και βαθιά ισορροπία. Από τρόμο μήπως η πραγματικότητα μας ευνουχίσει, μας σκοτώσει. Εμάς, τους βαρβάρους.

Εμάς.
Που δε θέλουμε να δούμε μέσα μας. Μέσα στους άλλους. Χωρίς φόβο.
Που δε θέλουμε να ζήσουμε.
Μόνο να επιβιώσουμε πάνω στα συντρίμια που αφήνουμε πίσω μας.