Παρασκευή 30 Δεκεμβρίου 2011

Και τα δυο, με σοκοφρέτα (μέρος πρώτο)

Χρησιμοποιώντας τη γνωστή διαφημιστική ατάκα δίνω τίτλο στο διηγηματάκι μου. Τέσσερα τα μέρη, θα τα βάνω ένα ένα μπας και έχετε και αγωνία. Enjoy το πρώτο μέρος.


Την πέτυχα δίπλα στον Άγιο Αντώνη στο Περιστέρι. Ψηλή, ξερακιανή, μελαχρινή, με μαύρα μάτια σαν δυο μικρές μπίλιες φτιαγμένες από σκοτάδι. Στο δεξί της χέρι μου τράβηξε την προσοχή ένα μικρό κόκκινο δαχτυλιδάκι που ίσα ίσα χώραγε στο μικρό της δάχτυλο. Τότε μου έφυγαν οι αμφιβολίες. Πήγα και της μίλησα κατευθείαν.

- Καλησπέρα! Είμαι ο Δημήτρης. Με θυμάσαι έτσι;
- Εγώ είμαι η Άσπα. Σε γνωρίζω; Κάτι γνώριμο έχεις...

Οι δυο μικρές σκοτεινές μπίλιες άστραψαν και με περιεργάστηκαν για να με ανασύρουν από το βυθό των αναμνήσεων της Άσπας. Εγώ συνέχισα.

- Φυσικά και με γνωρίζεις. Στο Λύκειο. Στο Α3, στο Β3, στο Γ3, θετική κατεύθυνση. Μπορώ να λέω ότι είμαι ένας από τους λόγους που πέρασες στο πανεπιστήμιο.

Η Άσπα είχε αντιγράψει από μένα σε δύο μαθήματα στις πανελλήνιες. Και, με τις ευλογίες μου, πέρασε. Είχε πάει σχεδόν όσο καλά όσο κι εγώ. Τότε ένιωθα πολύ περήφανος. Την γούσταρα και λιγάκι να πω την αλήθεια. Κάναμε παρέα ένα μικρό περίεργο διάστημα. Μετά ξαφνικά σιωπή. Χαθήκαμε εντελώς.

- Όχι μη μου πεις... Μήτσε άλλαξες τόσο πολύ! Πού είναι η μαλλούρα σου ρε πρώην μέταλλο; Πού πήγε η μπυροκοιλία και τα κολλητά τζην σου;
- Τα κολλητά τζην σκίστηκαν, η μπυροκοιλιά εξαφανίστηκε σε κάποια φάση αφασίας και το μαλλί είναι εύκολο να συμπεράνεις πως έφυγε. Τα έκοψα για να πάω σ'αυτό το πράγμα που σε κάνει άντρα...
- Α κατάλαβα, στρατός. Ευτυχώς πέρασε όμως, έτσι; Πώς περνάς λοιπόν; Την παλεύεις στη ζωή σου;
- Θα έλεγα πως ναι. Έχω τα πάνω και τα κάτω μου. Αλλά την παλεύω. Εσύ;
- Θα έλεγα πως όχι. Τουλάχιστον όχι τον τελευταίο ενάμιση χρόνο.

Το βλέμμα της χαμήλωσε και με γέμισε ερωτηματικά. Πέρασαν διάφορα από το μυαλό μου αλλά δεν θα μπορούσα να συμπεράνω τι συμβαίνει. Ήθελα να μιλήσω μαζί της περισσότερο.

- Θες να αράξεις να τα πούμε; Εγώ έχω μια δουλειά εδώ κοντά αλλά είναι σε κανένα δίωρο. Θα γελάσεις με τη δουλειά αλλά είμαι πωλητής ειδών υγιεινής. Χέστρες και τέτοια. Μιλάμε για τρελή αδρεναλίνη...

Η Άσπα ελάφρυνε και γέλασε λίγο με τον αυτοσαρκασμό μου.

- Εντάξει πάμε! Κανονικά θα έπρεπε να περίμενω κάποιον για λίγο ακόμα αλλά δε θέλω να τον δω. Ένα μήνυμα και φύγαμε.

Έστειλε το μήνυμά της στον άγνωστο για μένα παραλήπτη και έτσι φύγαμε.
Περπατήσαμε οι δυο μας για κανένα δεκάλεπτο για να καταλήξουμε σε ένα μικρό μαγαζί με παγωτά. Παγωτά δεν τρώω. Το μαγαζάκι όμως το γούσταρα. Ήταν μικρό και μπλε. Σκέτη ναυτία.

Η Άσπα αφού ανίχνευσε γρήγορα το χώρο πήγε και έκατσε στο βάθος, στην πιο χωμένη γωνία του. Απέναντί της έκατσα κι εγώ. Ήρθε ένας σερβιτόρος που ήταν κοντός σαν στρουμφάκι και του παρήγγειλα έναν φραπέ σκέτο. Η Άσπα πήρε ένα παγωτό φυστίκι. Ήρθε η ώρα να μάθω κι εγώ τι της συνέβαινε. Ξεκίνησα με δηλώσεις αλλά μπήκα κατευείαν στο ψητό.

- Άσπα ειλικρινά, είσαι το τελευταίο άτομο που φαινόταν ότι στη ζωή του θα είχε αδιέξοδα. Για πες μου λοιπόν... τί συμβαίνει και σε στρίμωξε τόσο;
- Είναι περίεργο Δημήτρη. Τόσο περίεργο που δε θα σου φαίνεται καθόλου λογικό. Όλα άρχισαν όταν ήρθε μια τύπισσα και μου έδωσε μια σοκοφρέτα. Την πράσινη. Αυτή με τα φουντούκια...