Τρίτη 4 Δεκεμβρίου 2012

Βαρέθηκα


Βαρέθηκα αδέρφια μου.
Βαρέθηκα να μη θέλω να κάνω τίποτα.
Βαρέθηκα να θέλω να κάνω κάτι και να μη μπορώ.
Βαρέθηκα τη σαπίλα γύρω μου, μέσα μου.
Βαρέθηκα να βλέπω στη γωνία τον δείκτη κάποιου να με καρφώνει.
Βαρέθηκα να είμαι λυπημένος και να μην κλαίω.
Βαρέθηκα να γελάω και να είμαι ερείπιο.
Βαρέθηκα να κάνω πράγματα που θέλουν να κάνουν οι άλλοι.
Βαρέθηκα να βλέπω τους άλλους να κάνουν αυτά που σιχαίνονται.
Βαρέθηκα να είμαι γελοίος όταν δεν το θέλω.
Βαρέθηκα να μην είμαι αστείος όταν το θέλω.
Βαρέθηκα να είμαι τυχερός.
Βαρέθηκα να μην το εκτιμώ, να μην το νιώθω.
Βαρέθηκα την ομορφιά.
Βαρέθηκα την ασχήμια.
Βαρέθηκα να κοιμάμαι.
Βαρέθηκα να μένω ξύπνιος.
Βαρέθηκα να είμαι απαθής.
Βαρέθηκα να κάνω πως δεν είμαι απαθής.
Βαρέθηκα να κάνω σαν κάτι να με νοιάζει.

Όλα τα βαρέθηκα.

Θέλω μια αιώνια πυρκαγιά να περάσει από πάνω τους.
Και να με βρει μια απροσδόκητη γλυκιά ευτυχία, σαν άγγιγμα ηλιαχτίδας στο μέτωπο.
Θέλω να με βρει και να τη βρω, να μη βαριέμαι να την ψάξω.
Να γευτώ χωρίς ενοχή.
Να γελάσω χωρίς αύριο.
Να ερωτευτώ χωρίς χθες.
Να σκάψω λαγούμια με τα νύχια μου.
Να σηκώσω σκόνη με τη γροθιά μου.
Να χτίσω σπίτια με τις πέτρες που κάποτε ραγίζανε κρανία.
Να λερώσω τα χέρια μου.
Με τη λάσπη της Ιστορίας.