Σάββατο 1 Αυγούστου 2015

Σε βλέπω

Η ευτυχία σου με αηδιάζει.
Η υποκρισία σου με καθηλώνει.
Κρύψου καλύτερα.
Σε βλέπω.

Τα μάτια σου στάζουν πόνο και απόγνωση, θλίψη, μια κατώτερη ανωτερότητα.
Και φόβο, φόβο, φόβο να τα πεις όλα, να μιλήσεις, να ακούσεις την αλήθεια από τη δική σου φωνή.
Φόβο για την οργή που όταν σε πλημμυρίζει δεν ξέρεις τι να την κάνεις.
Έρχεται σαν θηλιά, σαν πνιγμός, σαν κόμπος, σα δάκρυ. Κροκοδείλιο. Σαν πιστόλι στον κρόταφο.
Και κάτι ραγίζει. Όλο και περισσότερο. Ψάχνεις με μανία την δυνατή κόλλα που θα κολλήσει τα κομμάτια. Κι ας είναι εκατομμύρια.

Δε σου φταίει πραγματικά το αφεντικό, το κατεστημένο, η φυλακή που ζεις, οι επιλογές σου, δε σου φταίει ο εαυτός σου.
Φταίει αυτός που κάθεται μπροστά σου στην ουρά, αυτός που σε προσπέρασε στο δρόμο, αυτός που αργεί να ξεκινήσει στο φανάρι, αυτός που σου έφαγε τη γκόμενα, αυτός που είναι σε καλύτερη θέση στη δουλειά, αυτός που σε εξυπηρετεί όταν τρως, πίνεις, αγοράζεις, αγαπάς. Αγαπάς;
Και ποτέ δεν σε ικανοποιεί. Ποτέ.
Σου έχω νέα. Δε θα σε ικανοποιήσει. Ποτέ.
Το μόνο που σε ικανοποιεί είναι ο αυνανιζόμενος εαυτός σου και το σκυφτό κεφάλι σου.
Πάντα κάτω από ένα νέο αφέντη. Είσαι έμπιστος. Φόρα τις αλυσίδες σου. Κλείδωσε τις μόνος σου, κάθε μέρα.
Κάθε μέρα με μια ολοκαίνουργια συγγνώμη. Αυτή που σου επιτρέπει να συρθείς μέχρι τα πόδια του αφέντη για να του παραδώσεις τα κλειδιά. Γιατί δε σου χρειάζονται.
Έχεις το ψεύτικο χαμόγελο σου. Τον στημένο περίγυρό σου. Τη στιγμιαία αποτυπωμένη τέλεια ζωή σου. Τη στιγμιαία αποτυπωμένη αγάπη σου. Πολλαπλά αλλά ανοργασμικά. Σε πολλά καρέ. Τοποθετημένα ένα ένα με προσοχή. Να βγαίνει νόημα. Να περνάς καλά κι αυτό να βγαίνει προς τα έξω. Πάντα  όμως προς τα έξω. Ποτέ προς τα μέσα.

Ελευθερία; Τί να την κάνεις όταν μπορείς να φτιάξεις περίτεχνα την εικόνα της; Όταν έχεις επιλογές. Οι αλυσίδες είναι λογιών λογιών, πολύσχημες, πολύχρωμες, σε πολλά μεγέθη και σε πολλές μάρκες.
Διάλεξες λοιπόν.
Κάποτε βλακωδώς στον τόπο αυτό κατασκευάζαμε σπίτια. Πολλά.
Τώρα κατασκευάζουμε ευτυχίες. Πολλές. Με πρώτη ύλη την υποκρισία.

Και αηδιάζω.
Και καθηλώνομαι.
Ακόμα σε βλέπω.
Και με σιχαίνομαι.