Δευτέρα 2 Ιουλίου 2018

Μουντιάλ

Μια αποτυχημένη σέντρα του Μεξικού
θα ανάψει το αίμα σου.
Θα μοιάζει η θερμοκρασία με του φίλου
που περίμενε κάτι από την Βραζιλία.
Η ζωή διαδραματίζεται ανάμεσα στο γαμώτο μου και το γαμώ την τρέλα του.
Είναι ωραίες οι καταστροφές της καθημερινότητας.
Καθυστερήσεις στη νωχελικότητα.

Δε μπήκε το γαμίδι.
Πάλι κουβά πήγαμε.
Ίσως καλύτερα Κούβα.
Ίσως και όχι.
Θα δείξει.

Κυριακή 1 Ιουλίου 2018

Αντανάκλαση

Γιατί ο καθρέπτης δείχνει εμένα;
Είμαι εγώ ή κάποιος άλλος;
Ένα τοτέμ που έχτισα για να λατρεύω
ή ένα είδωλο που αποκρούω;
Θα αντέξω να είμαι εκεί για πάντα;

Εκεί μέσα έχω κρύψει τα πιο ποταπά μου όνειρα.
Εκεί έχω γειώσει όλες μου τις ροές.
Πάνω του το φως με διαγράφει και με προδίδει.
"Κοίτα με", μου λέει. "Μην ξεχνάς ποιος είσαι. Μελλοθάνατε, τα φωτόνια σε χαιρετούν."

Κι εγώ ξεπλένομαι από το φως, έστω και με τύψεις.
Περισσότερο προτιμώ το σκοτάδι.

Σάββατο 30 Ιουνίου 2018

Ανάμεσα

Στο χώρο μεταξύ μας υπάρχει κάτι πολύ πηχτό.
Πνιχτό σαν μια κραυγή κι άδειο σαν το κενό.
Ανάμεσα στα μάτια και μες στα βλέμματα,
ρέουν μαζί οι ουσίες και τα ρεύματα.

Κοιτιόμαστε στα χέρια και στα γόνατα,
βρισκόμαστε σε οθόνες χωρίς αρώματα.
Χωρίς αφή και ήχους που να χτυπούν στο αίμα μας,
με αγγίγματα σε πλήκτρα που δεν πονούν κανέναν μας.

Σκυφτοί και σκυθρωποί, εγώ κι εσύ.
Μέσα σε ένα παιχνίδι κρύο και θρασύ.
Με φως που αντανακλά και μας τυφλώνει άμεσα.
Χαμένη η όραση ανάμεσα.





Σάββατο 1 Αυγούστου 2015

Σε βλέπω

Η ευτυχία σου με αηδιάζει.
Η υποκρισία σου με καθηλώνει.
Κρύψου καλύτερα.
Σε βλέπω.

Τα μάτια σου στάζουν πόνο και απόγνωση, θλίψη, μια κατώτερη ανωτερότητα.
Και φόβο, φόβο, φόβο να τα πεις όλα, να μιλήσεις, να ακούσεις την αλήθεια από τη δική σου φωνή.
Φόβο για την οργή που όταν σε πλημμυρίζει δεν ξέρεις τι να την κάνεις.
Έρχεται σαν θηλιά, σαν πνιγμός, σαν κόμπος, σα δάκρυ. Κροκοδείλιο. Σαν πιστόλι στον κρόταφο.
Και κάτι ραγίζει. Όλο και περισσότερο. Ψάχνεις με μανία την δυνατή κόλλα που θα κολλήσει τα κομμάτια. Κι ας είναι εκατομμύρια.

Δε σου φταίει πραγματικά το αφεντικό, το κατεστημένο, η φυλακή που ζεις, οι επιλογές σου, δε σου φταίει ο εαυτός σου.
Φταίει αυτός που κάθεται μπροστά σου στην ουρά, αυτός που σε προσπέρασε στο δρόμο, αυτός που αργεί να ξεκινήσει στο φανάρι, αυτός που σου έφαγε τη γκόμενα, αυτός που είναι σε καλύτερη θέση στη δουλειά, αυτός που σε εξυπηρετεί όταν τρως, πίνεις, αγοράζεις, αγαπάς. Αγαπάς;
Και ποτέ δεν σε ικανοποιεί. Ποτέ.
Σου έχω νέα. Δε θα σε ικανοποιήσει. Ποτέ.
Το μόνο που σε ικανοποιεί είναι ο αυνανιζόμενος εαυτός σου και το σκυφτό κεφάλι σου.
Πάντα κάτω από ένα νέο αφέντη. Είσαι έμπιστος. Φόρα τις αλυσίδες σου. Κλείδωσε τις μόνος σου, κάθε μέρα.
Κάθε μέρα με μια ολοκαίνουργια συγγνώμη. Αυτή που σου επιτρέπει να συρθείς μέχρι τα πόδια του αφέντη για να του παραδώσεις τα κλειδιά. Γιατί δε σου χρειάζονται.
Έχεις το ψεύτικο χαμόγελο σου. Τον στημένο περίγυρό σου. Τη στιγμιαία αποτυπωμένη τέλεια ζωή σου. Τη στιγμιαία αποτυπωμένη αγάπη σου. Πολλαπλά αλλά ανοργασμικά. Σε πολλά καρέ. Τοποθετημένα ένα ένα με προσοχή. Να βγαίνει νόημα. Να περνάς καλά κι αυτό να βγαίνει προς τα έξω. Πάντα  όμως προς τα έξω. Ποτέ προς τα μέσα.

Ελευθερία; Τί να την κάνεις όταν μπορείς να φτιάξεις περίτεχνα την εικόνα της; Όταν έχεις επιλογές. Οι αλυσίδες είναι λογιών λογιών, πολύσχημες, πολύχρωμες, σε πολλά μεγέθη και σε πολλές μάρκες.
Διάλεξες λοιπόν.
Κάποτε βλακωδώς στον τόπο αυτό κατασκευάζαμε σπίτια. Πολλά.
Τώρα κατασκευάζουμε ευτυχίες. Πολλές. Με πρώτη ύλη την υποκρισία.

Και αηδιάζω.
Και καθηλώνομαι.
Ακόμα σε βλέπω.
Και με σιχαίνομαι.






Πέμπτη 13 Μαρτίου 2014

Επιστροφή

Τέλειωσα κάτι. Μια δουλειά. Κόπιασα. Άφησα στο έδαφος ένα βάρος, σηκώθηκα όρθιος και πήρα βουλιμικά μια ανάσα.
Θέλησα ν'αναζητήσω.
Τον έρωτα, το άγγιγμα μιας αλλιώτικης από μένα ύπαρξης.
Ένα άλικο φιλί, ένα απλό κι αθώο βλέμμα, δυο αδέξια χέρια να με αναζητήσουν, ζεστά λαγόνια, λόγια που να τρυπάνε το νου μου.
Έτσι τον σκέφτηκα εγώ τον έρωτα.
Μα όταν τον έψαξα βρήκα τα ίδια άχρωμα φιλιά, τα γνωστά πονηρά βλέμματα, οικεία χέρια, ψυχρά λαγόνια, λέξεις γνωστές, επαναλαμβανόμενες κι αστείες.
Ήπια πολύ κι έφυγα αργά και σιγά με την ακαθόριστη φιγούρα μου. Σα να μην υπήρξα.
Χτύπησα το μαστίγιο μου στην πλάτη κι έπεστρεψα σχεδόν σκυφτός.
Και κλείδωσα όλες τις πόρτες μου. Κι όλες τις κλειδαριές μία μία, μήπως και περάσει ένα αεράκι, μια σταγόνα υγρασίας, μια ύπαρξη, ένας αιώνιος φόβος. Σφάλισα τα παράθυρα να μη μπει με βία ο ήλιος.
Ήπια νερό να ξεπλύνω το ποταπό μου θυμικό.
Για να μη συμβεί τίποτα πια το αναπάντεχο.

Τρίτη 11 Μαρτίου 2014

Εμείς, οι βάρβαροι, οι ευτυχισμένοι.

Ας πουλήσουμε λίγο έρωτα και ευδαιμονία, λίγο παραμύθι. Πάμε να φιληθούμε μέσα σε ένα κοκτεϊλόμπαρο, σε μια γνωστή πολυσύχναστη πλατεία, μέσα σ'ένα γεμάτο μοδάτο καφέ, σε ένα πάρτυ που σίγουρα θα έχει απίθανο χαβαλέ. Να προβάρουμε λίγο την ευτυχία μας, μήπως μας έρχεται κοντή. Να την απλώσουμε σε μια παραλία που καταφθάσαμε εμείς πρώτοι και όχι οι άλλοι, αυτοί που είναι οι ορδές των βαρβάρων. Δηλαδή εμείς.

Δυο τρεις φωτογραφίες, ένα βίντεο, δυο παρωπίδες, μια έτοιμη φωλιά. Έτοιμη για να κουρνιάσουμε, πάνω σε ένα ζεστό κλαδί ενός δέντρου που μόλις πυρπολήσαμε. Τόσο μουδιασμένοι όμως που η ζέστη δε μας ακουμπά. Έχει γίνει πια ψύχρα.

Και να μη ζήσουμε κάτι αληθινό, να μη δούμε χωρίς γυαλιά και τυφλωθούμε, να μην κλονίσουμε καμιά λεπτή και βαθιά ισορροπία. Από τρόμο μήπως η πραγματικότητα μας ευνουχίσει, μας σκοτώσει. Εμάς, τους βαρβάρους.

Εμάς.
Που δε θέλουμε να δούμε μέσα μας. Μέσα στους άλλους. Χωρίς φόβο.
Που δε θέλουμε να ζήσουμε.
Μόνο να επιβιώσουμε πάνω στα συντρίμια που αφήνουμε πίσω μας.

Τρίτη 29 Οκτωβρίου 2013

Ο πρώτος!

Περνάει ο καιρός και όλα κυλούν τόσο απερίσπαστα.
Με τις σκιές και τις ηλιακτίδες τους, με τα πάνω και τα κάτω.
Με όλα τα ελαφρά σημάδια τους στην ύπαρξή σου.
Τυφλός εσύ, ακολουθείς.
Αλλά έρχεται η στιγμή, αυτή που απλά το βλέπεις: Ναι, είσαι στη σειρά ο πρώτος!
Αυτός που δε φαίνεται. Ο αόρατος.
Αυτός που από μέσα του διακρίνεις μόνο αχνά ότι θα ακολουθήσει.
Είσαι η πέτρα που θα κυλήσει αργά και αθόρυβα στην πλαγιά και θα κάτσει στον πάτο του ποταμού.
Βαθιά κι απόμερα.
Ο μικρός σεισμός που θα επαναφέρει την τεκτονική ηρεμία.
Που θα τρίξει το κρεβάτι τους και θα αλλάξουνε πλευρό.
Αυτό που λίγοι θα το δουν, λίγοι θα το φοβηθούν.
Κάποιοι θα το θαυμάσουν, πολλοί θα το ξεχάσουν.
Μα όλοι θα θυμούνται το πριν, θα προσπεράσουν το τώρα, θα περιμένουν το μετά.
Κι ενώ αυτό θα'ρχεται, εσύ θα είσαι μέσα σ'εκείνο το βυθό, μακριά στο διάστημα πάνω στο σεισμικό κύμα, μικρή ανάμνηση στο βάθος κάποιων κεφαλιών. Ίσως και κανά δυο καρδιών. Ίσως...
Θα ποθείς απερίσπαστα πάλι να υπάρχεις.
Διάφανος.
Με άγνοια κι αθωότητα ότι από εκεί δε σε κουνάει κανείς.
Δεν πονηρεύεσαι. Δεν το θες. Δεν είσαι Σωστός.
Κάνεις πάντα το Λάθος.
Θα είσαι πάντα στη σειρά ο πρώτος!