Δευτέρα 16 Αυγούστου 2010

Άγριο μάτι

Η Βένια περπατούσε τέσσερις ώρες κιόλας. Δεν την κράταγαν τα πόδια της πια. Ο ήλιος από πάνω της σπαταλούσε την ενέργειά του καίγοντας της το δέρμα σιγά σιγά. Ακόμα και ο Ηλίας, το σκυλί της, είχε αρχίσει να σέρνεται πολύ αργά δίπλα της, που και που σκοτώνοντας μυγάκια στον αέρα και άλλοτε αλυχτώντας σιγανά, σαν παράπονο. Το σάλιο τους πηχτό, αφυδατωμένο, λέξεις δε βγαίνανε. Ατελείωτο οτοστόπ...

Ξαφνικά ένα αμάξι σταματάει στο σήμα της Βένιας και κάνει στην άκρη. Με γοργό βήμα φτάνουν δίπλα του για να συνειδητοποιήσουν ότι δε θα τους έπαιρνε. Το σκυλί. Τον χάλασε. Με στραβωμένο χαμόγελο ο οδηγός πατάει γκάζι και φεύγει μαζί με τα περιπτερέιμπαν που φορούσε. Στην άκρη της γλώσσας της Βένιας υπήρχε τώρα κάτι και το άφησε να βγει με μεσαία ένταση. Ένα καντήλι.

Στο επόμενο λεπτό η ζαλάδα τους συγκεντρώθηκε σε ένα μπλε φορτηγάκι. Χωρίς να το σταματήσουν περνάει αργά και κάνει στην άκρη. Ανοίγοντας το παράθυρο ο γενειοφόρος μεταφορέας λέει στη Βένια:

- Πώς τον λένε ;
- Ηλία, απαντάει η Βένια.
- Κι εμένα, της λέει. Εμπάτε μέσα.
Και μπήκανε.
- Γειά χαρά Ηλία. Εγώ είμαι η Βένια.

Ο μεταφορέας Λιάκος φαινόταν ντόμπρο παιδί. Ότι και να φαινόταν όμως η Βένια θα ανέβαινε γιατι αυτή έλιωνε και ο δρόμος δεν τέλειωνε.

- Πώς και είστε με τα πόδια αλάνια ; Κανα μέσο δεν έχετε ;
- Είχαμε, απαντάει η Βένια. Ένα βεσπάκι που μας άφησε χρόνους το κακόμοιρο, αρκετά χιλιόμετρα πριν.
- Και δεν μπόρεσες να το φτιάξεις ε ;
- Δε νομίζω ότι γίνεται πιά. Το ένιωσα να πεθαίνει, το κατάλαβα.

Ο Λιάκος έγνεψε με συγκατάβαση αλλά του βγήκε ένα χαμογελάκι. Η Βένια μέσα στη θολούρα της χαμογέλασε κι εκείνη. Ο Ηλίας, αφού βρήκε ένα μισογεμάτο μπουκάλι νερό και ξεδίψασε με τα χίλια ζόρια, τώρα την είχε πέσει στο πίσω κάθισμα και κοιμόταν του καλού καιρού, κάνοντας όνειρα με μεγάλες λίμνες και λαχταριστά κόκκαλα γεμάτα μεδούλι.

- Από αυτό το δρόμο περνώ συνέχεια. Αλλά πάντα θα πιστεύω πως είναι ο πιο περίεργος...
- Γιατί το λες ;
- Αυτά που μου έχουν συμβεί εδώ δεν θα μπορούσα να τα σκεφτώ πρωτύτερα. Του λόγου σου δεν γνωρίζεις που είσαι ξενομερίτισα, αλλά εγώ μπορώ να σου πω.

Περίεργη η Βένια αναρωτήθηκε και ρώτησε την ίδια στιγμή.

- Μπορείς να μου πεις αλλά δε μου λες ;
- Σου λέω, γιατι όχι ;

Κι ο Λιάκος άναψε το τσιγάρο του, πρόσφερε ένα στη Βένια και άρχισε να διηγείται μια ιστορία. Το φορτηγάκι του λέει έμεινε από μπαταρία μια φορά πριν μερικά χρόνια λίγα χιλιόμετρα μετά από το σημείο που βρίσκονταν. Έχοντας κατέβει να ξαλαφρώσει μετά από λίτρα ρακοποσίας στο κουτούκι, το αμάξι δεν ξαναπήρε μπρος. Μόνος και χωρίς τηλέφωνο, αποκαμωμένος από τις ρακές , δεν είχε τα κουράγια να ψάξει γιατρειά. Μπήκε μέσα, έκανε πίσω το κάθισμά του και κοιτώντας το αχανές μαύρο των χωραφιών αποκοιμήθηκε.

Στο όνειρο του είδε έναν ψηλό άνθρωπο με κόκκινο πουκάμισο και με υμίψηλο καπέλο να του χαιδεύει τα γένια. Του θύμιζε τον πατέρα του αλλά δεν ήταν αυτός. Ο πατέρας του ήταν ήσυχος άνθρωπος, γαλήνιος. Αυτός είχε άγριο μάτι. Σαν να του ζήταγε κάτι. Αλλά όχι με βία. Με το βλέμμα. Μετά ήρθε ένα σμήνος από μέλισσες και τον τσίμπησε. Κι ήταν σα να νιώθει το κάθε ένα τσίμπημα στον ύπνο του μέσα. Ο άνθρωπος με το άγριο μάτι ήταν εκεί και έδιωχνε τις μέλισσες. Και τις έβαζε μέσα σε τεράστια πράσινα μπαλόνια που έφευγαν στο άπειρο. Και μαζί τους έβαλε σε ένα και το Λιάκο. Κοιτάζοντάς τον κοφτερά, έφευγε προς τα ουράνια, και αναρωτιόταν πως από το βλέμμα δεν έσκαγε το μπαλόνι να πέσει να γίνει σμπαράλια.

Στα ουράνια όπως ανέβαινε το μπαλόνι έσκασε πάνω σε ένα σύννεφο. Ο Λιάκος κρατήθηκε από κει και βγήκε στην επιφάνεια του. Εκεί βρήκε έναν ουράνιο τεκέ με τον Ανέστο Δελιά να κάθεται και να παίζει ταξίμια μαζί με τον Μήτσο Χέντριξ και τη Ρίτα Χέιγουορθ να βαράει ντέφι. Και δίπλα χόρευε ο Νουρέγιεφ ζεϊμπέκικο και του χτύπαγε παλαμάκια ο Όσκαρ Ουάιλντ. Ο Χαϊλέ Σελασιέ ο Α’ επέβλεπε χαμογελαστός πίνοντας τσάι, ενώ όρθιος στη γωνία ο ημίψηλος καπελάς τους κοίταγε όλους άγρια και περήφανα.

Κι έτσι όπως καθόντουσαν όλοι και γινόταν γλέντι κάτω από το σύννεφο μαζεύτηκε κόσμος. Θάλασσα ο κόσμος, μαριδάκια οι άνθρωποι. Φώναζαν, γέλαγαν, έκλαιγαν, παίζανε ξύλο, φιλιόντουσαν, έκαναν έρωτα, ξάπλωναν, περπατούσαν, έτρεχαν. Ζούσαν. Και ήταν όλοι γυμνοί, δε φόραγαν ούτε ίχνος ρούχου. Και μέσα από αυτό τον υπέροχο ορυμαγδό το σύννεφο άρχισε να διαλύεται σιγά σιγά. Ανοίγαν μικρές μικρές τρύπες και μεγάλωναν κι αυτό κοβόταν σε μικρά κομμάτια. Κι έπεφταν και τα τραπέζια και οι μπαγλαμάδες και οι μουσικοί και όλα προς τα κάτω, βαρύτητα υπήρχε στο όνειρο, όλα όμως έπεφταν στα μαλακά. Και Δελιάς και Σελασιέ και η Χέιγουορθ και ο Μήτσος ο Χέντριξ και ο Όσκαρ Ουάλιντ και ο Νουρέγιεφ πέφτανε, μαζί και ο Λιάκος, μα στα μαλακά κι αυτοί. Τους σήκωνε ο κόσμος στα χέρια και τους ξέσκιζε τα ρούχα να γίνουν όλοι ίδιοι. Και όλοι φαινόντουσαν πολύ εκστασιασμένοι, όσο δεν παίρνει. Ο ημίψηλος περπατούσε αργά ανάμεσα τους με την άγρια ματιά κι ένα χαμόγελο ευτυχίας. Αλλά όσο προχώραγε, τόσο ψήλωνε το καπέλο του. Και το καπέλο έφτασε τόσο ψηλά που τρύπησε το μπλε του ουρανού και από το βάρος τον λύγισε και ο ψηλέας γονάτισε. Κλείνοντας τα μάτια του από το βάρος για δυο δευτερόλεπτα, το πλήθος λιποθύμησε ακαριαία. Έτσι απλά. Και απλώθηκε σιωπή...

Ο Λιάκος, λέει, ξύπνησε στην καρότσα του φορτηγού του. Ήταν γυμνός και τα ρούχα του δεν τα είδε ξανά. Κι όταν κατάφερε να φορέσει τη φόρμα της δουλειάς που είχε στο πίσω κάθισμα, πηγαίνοντας μπροστά, παρατήρησε κάτι στη θέση του συνοδηγού. Ένα ημίψηλο καπέλο... και γύρω του δυο μέλισσες να κόβουν βόλτες ανέμελα.

- Με πιστεύεις ; Την αλήθεια σου λέω, από τότε σε αυτό το δρόμο κοιτάω πάντα δυο φόρες.
- Σε πιστεύω, είπε λίγο αδιάφορα η Βένια.
- Σ’ευχαριστώ , είπε χαρούμενα ο Λιάκος, σε όσους το είπα όλοι με λεν τρελό και δεν είμαι ! Δεν είμαι !

Η συζήτηση έμεινε εκεί. Μετά από μισή περίπου ώρα έφταναν στο κέντρο του επόμενου χωριού όπου θα τους παρατούσε να βρουν την τύχη τους. Η Βένια τον ευχαρίστησε κι αυτός την ευχαρίστησε διπλά που τον άκουσε, της χάρισε ένα μεγάλο χαμόγελο και η Βένια το ανταπέδωσε. Σήκωσε τον Ηλία από τον βαθύ του ύπνο και τον κατέβασε κάτω. Με ένα τελικό νεύμα ο μεταφορέας τους άφησε και προχώρησε το δρόμο του.

Η Βένια ένοιωσε ικανοποιημένη και περίεργη όταν άφησε το φορτηγάκι. Εκεί στο δρόμο άναψε το ένα τσιγάρο από τα δυο που είχε καβαντζάρει από το Λιάκο και κοίταξε γενικότερα μέσα στο χωριό. Αλλά το μάτι της σταμάτησε κάπου, μαζί με την ανάσα της. Το σκυλί της, ο Ηλίας! Καθώς άπλωνε το πόδι του να κατουρήσει, έδινε μάχη να μείνει στο έδαφος! Δυο μεγάλα πράσινα μπαλόνια δεμένα από το κολάρο του τον έκαναν να ίπταται προς τον ουρανό...