tag:blogger.com,1999:blog-87488259033484708462024-03-13T04:00:04.185+02:00vardoulixΗ εκδίκηση τρώγεται κρύα. Η έμπνευση ΜΟΝΟ καυτή...Unknownnoreply@blogger.comBlogger23125tag:blogger.com,1999:blog-8748825903348470846.post-71061300300284885762018-07-02T19:37:00.001+03:002018-07-02T19:37:10.601+03:00Μουντιάλ<p dir="ltr"><u>Μια</u> αποτυχημένη σέντρα του Μεξικού<br>
θα ανάψει το αίμα σου.<br>
Θα μοιάζει η θερμοκρασία με του φίλου<br>
που περίμενε κάτι από την Βραζιλία.<br>
Η ζωή διαδραματίζεται ανάμεσα στο γαμώτο μου και το γαμώ την τρέλα του.<br>
Είναι ωραίες οι καταστροφές της καθημερινότητας.<br>
Καθυστερήσεις στη νωχελικότητα.</p>
<p dir="ltr">Δε μπήκε το γαμίδι.<br>
Πάλι κουβά πήγαμε.<br>
Ίσως καλύτερα Κούβα.<br>
Ίσως και όχι.<br>
Θα δείξει.</p>
Unknownnoreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-8748825903348470846.post-45389276707896713102018-07-01T15:01:00.001+03:002018-07-01T15:01:11.883+03:00Αντανάκλαση<p dir="ltr">Γιατί ο καθρέπτης δείχνει εμένα;<br>
Είμαι εγώ ή κάποιος άλλος;<br>
Ένα τοτέμ που έχτισα για να λατρεύω<br>
ή ένα είδωλο που αποκρούω;<br>
Θα αντέξω να είμαι εκεί για πάντα;</p>
<p dir="ltr">Εκεί μέσα έχω κρύψει τα πιο ποταπά μου όνειρα.<br>
Εκεί έχω γειώσει όλες μου τις ροές.<br>
Πάνω του το φως με διαγράφει και με προδίδει.<br>
"Κοίτα <u>με</u>", μου λέει. "Μην ξεχνάς ποιος είσαι. Μελλοθάνατε, τα φωτόνια σε χαιρετούν."</p>
<p dir="ltr">Κι εγώ ξεπλένομαι από το φως, έστω και <u>με</u> τύψεις.<br>
Περισσότερο προτιμώ το σκοτάδι.</p>
Unknownnoreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-8748825903348470846.post-70892776161881234182018-06-30T05:50:00.000+03:002018-06-30T05:50:26.663+03:00ΑνάμεσαΣτο χώρο μεταξύ μας υπάρχει κάτι πολύ πηχτό.<br />Πνιχτό σαν μια κραυγή κι άδειο σαν το κενό.<div>
Ανάμεσα στα μάτια και μες στα βλέμματα,</div>
<div>
ρέουν μαζί οι ουσίες και τα ρεύματα.</div>
<div>
<br /></div>
<div>
Κοιτιόμαστε στα χέρια και στα γόνατα,</div>
<div>
βρισκόμαστε σε οθόνες χωρίς αρώματα.</div>
<div>
Χωρίς αφή και ήχους που να χτυπούν στο αίμα μας,</div>
<div>
με αγγίγματα σε πλήκτρα που δεν πονούν κανέναν μας.</div>
<div>
<br /></div>
<div>
Σκυφτοί και σκυθρωποί, εγώ κι εσύ.</div>
<div>
Μέσα σε ένα παιχνίδι κρύο και θρασύ.</div>
<div>
Με φως που αντανακλά και μας τυφλώνει άμεσα.</div>
<div>
Χαμένη η όραση ανάμεσα.</div>
<div>
<br /></div>
<div>
<br /></div>
<div>
<br /><br /></div>
<div>
<br /></div>
Unknownnoreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-8748825903348470846.post-20257442975207912282015-08-01T05:05:00.000+03:002015-08-01T05:05:18.856+03:00Σε βλέπωΗ ευτυχία σου με αηδιάζει.<br />Η υποκρισία σου με καθηλώνει.<br />Κρύψου καλύτερα. <br />Σε βλέπω.<br /><br />Τα μάτια σου στάζουν πόνο και απόγνωση, θλίψη, μια κατώτερη ανωτερότητα.<br />Και φόβο, φόβο, φόβο να τα πεις όλα, να μιλήσεις, να ακούσεις την αλήθεια από τη δική σου φωνή.<br />Φόβο για την οργή που όταν σε πλημμυρίζει δεν ξέρεις τι να την κάνεις.<br />Έρχεται σαν θηλιά, σαν πνιγμός, σαν κόμπος, σα δάκρυ. Κροκοδείλιο. Σαν πιστόλι στον κρόταφο.<br />Και κάτι ραγίζει. Όλο και περισσότερο. Ψάχνεις με μανία την δυνατή κόλλα που θα κολλήσει τα κομμάτια. Κι ας είναι εκατομμύρια.<br /><br />Δε σου φταίει πραγματικά το αφεντικό, το κατεστημένο, η φυλακή που ζεις, οι επιλογές σου, δε σου φταίει ο εαυτός σου.<br />Φταίει αυτός που κάθεται μπροστά σου στην ουρά, αυτός που σε προσπέρασε στο δρόμο, αυτός που αργεί να ξεκινήσει στο φανάρι, αυτός που σου έφαγε τη γκόμενα, αυτός που είναι σε καλύτερη θέση στη δουλειά, αυτός που σε εξυπηρετεί όταν τρως, πίνεις, αγοράζεις, αγαπάς. Αγαπάς; <br />Και ποτέ δεν σε ικανοποιεί. Ποτέ.<br />Σου έχω νέα. Δε θα σε ικανοποιήσει. Ποτέ.<br />Το μόνο που σε ικανοποιεί είναι ο αυνανιζόμενος εαυτός σου και το σκυφτό κεφάλι σου.<br />Πάντα κάτω από ένα νέο αφέντη. Είσαι έμπιστος. Φόρα τις αλυσίδες σου. Κλείδωσε τις μόνος σου, κάθε μέρα.<br />Κάθε μέρα με μια ολοκαίνουργια συγγνώμη. Αυτή που σου επιτρέπει να συρθείς μέχρι τα πόδια του αφέντη για να του παραδώσεις τα κλειδιά. Γιατί δε σου χρειάζονται.<br />Έχεις το ψεύτικο χαμόγελο σου. Τον στημένο περίγυρό σου. Τη στιγμιαία αποτυπωμένη τέλεια ζωή σου. Τη στιγμιαία αποτυπωμένη αγάπη σου. Πολλαπλά αλλά ανοργασμικά. Σε πολλά καρέ. Τοποθετημένα ένα ένα με προσοχή. Να βγαίνει νόημα. Να περνάς καλά κι αυτό να βγαίνει προς τα έξω. Πάντα όμως προς τα έξω. Ποτέ προς τα μέσα.<br /><br />Ελευθερία; Τί να την κάνεις όταν μπορείς να φτιάξεις περίτεχνα την εικόνα της; Όταν έχεις επιλογές. Οι αλυσίδες είναι λογιών λογιών, πολύσχημες, πολύχρωμες, σε πολλά μεγέθη και σε πολλές μάρκες.<br />Διάλεξες λοιπόν.<br />Κάποτε βλακωδώς στον τόπο αυτό κατασκευάζαμε σπίτια. Πολλά.<br />Τώρα κατασκευάζουμε ευτυχίες. Πολλές. Με πρώτη ύλη την υποκρισία.<br /><br />Και αηδιάζω.<br />
Και καθηλώνομαι. <br />Ακόμα σε βλέπω. <br />Και με σιχαίνομαι.<br /><br /><br /><br /><br /><br /><br />Unknownnoreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-8748825903348470846.post-10966846821343638012014-03-13T06:41:00.002+02:002014-03-13T06:41:14.812+02:00Επιστροφή<div class="separator" style="clear: both; text-align: center;">
<a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEinPf7tA5MyLLf4RdWfzxzbm9DOAogwHmPfkaTTPw-xzN-fMMTmHHDFS1JZ6Ik3AukAXjkgp0M4sBDpOdnNE3sE8ihlDsdTMD00fsUpiIs7yKUJTuAYIoYVYLtFTQB9QFMVLvLk2AWQP1Uh/s320/%25CF%2583%25CE%25BA%25CE%25B9%25CE%25B1.jpg" imageanchor="1" style="clear: left; float: left; margin-bottom: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEinPf7tA5MyLLf4RdWfzxzbm9DOAogwHmPfkaTTPw-xzN-fMMTmHHDFS1JZ6Ik3AukAXjkgp0M4sBDpOdnNE3sE8ihlDsdTMD00fsUpiIs7yKUJTuAYIoYVYLtFTQB9QFMVLvLk2AWQP1Uh/s320/%25CF%2583%25CE%25BA%25CE%25B9%25CE%25B1.jpg" height="149" width="200" /></a></div>
Τέλειωσα κάτι. Μια δουλειά. Κόπιασα. Άφησα στο έδαφος ένα βάρος, σηκώθηκα όρθιος και πήρα βουλιμικά μια ανάσα.<br />Θέλησα ν'αναζητήσω.<br />Τον έρωτα, το άγγιγμα μιας αλλιώτικης από μένα ύπαρξης.<br />Ένα άλικο φιλί, ένα απλό κι αθώο βλέμμα, δυο αδέξια χέρια να με αναζητήσουν, ζεστά λαγόνια, λόγια που να τρυπάνε το νου μου.<br />Έτσι τον σκέφτηκα εγώ τον έρωτα.<br />Μα όταν τον έψαξα βρήκα τα ίδια άχρωμα φιλιά, τα γνωστά πονηρά βλέμματα, οικεία χέρια, ψυχρά λαγόνια, λέξεις γνωστές, επαναλαμβανόμενες κι αστείες.<br />Ήπια πολύ κι έφυγα αργά και σιγά με την ακαθόριστη φιγούρα μου. Σα να μην υπήρξα.<br />Χτύπησα το μαστίγιο μου στην πλάτη κι έπεστρεψα σχεδόν σκυφτός.<br />Και κλείδωσα όλες τις πόρτες μου. Κι όλες τις κλειδαριές μία μία, μήπως και περάσει ένα αεράκι, μια σταγόνα υγρασίας, μια ύπαρξη, ένας αιώνιος φόβος. Σφάλισα τα παράθυρα να μη μπει με βία ο ήλιος.<br />Ήπια νερό να ξεπλύνω το ποταπό μου θυμικό. <br />Για να μη συμβεί τίποτα πια το αναπάντεχο.Unknownnoreply@blogger.com1tag:blogger.com,1999:blog-8748825903348470846.post-7026699666384391932014-03-11T18:50:00.001+02:002018-06-30T05:52:01.135+03:00Εμείς, οι βάρβαροι, οι ευτυχισμένοι.<div class="separator" style="clear: both; text-align: left;">
Ας πουλήσουμε λίγο έρωτα και ευδαιμονία, λίγο παραμύθι. Πάμε να φιληθούμε μέσα σε ένα κοκτεϊλόμπαρο, σε μια γνωστή πολυσύχναστη πλατεία, μέσα σ'ένα γεμάτο μοδάτο καφέ, σε ένα πάρτυ που σίγουρα θα έχει απίθανο χαβαλέ. Να προβάρουμε λίγο την ευτυχία μας, μήπως μας έρχεται κοντή. Να την απλώσουμε σε μια παραλία που καταφθάσαμε εμείς πρώτοι και όχι οι άλλοι, αυτοί που είναι οι ορδές των βαρβάρων. Δηλαδή εμείς.</div>
<br />
Δυο τρεις φωτογραφίες, ένα βίντεο, δυο παρωπίδες, μια έτοιμη φωλιά. Έτοιμη για να κουρνιάσουμε, πάνω σε ένα ζεστό κλαδί ενός δέντρου που μόλις πυρπολήσαμε. Τόσο μουδιασμένοι όμως που η ζέστη δε μας ακουμπά. Έχει γίνει πια ψύχρα.<br />
<div class="separator" style="clear: both; text-align: center;">
</div>
<br />
Και να μη ζήσουμε κάτι αληθινό, να μη δούμε χωρίς γυαλιά και τυφλωθούμε, να μην κλονίσουμε καμιά λεπτή και βαθιά ισορροπία. Από τρόμο μήπως η πραγματικότητα μας ευνουχίσει, μας σκοτώσει. Εμάς, τους βαρβάρους.<br />
<br />
Εμάς.<br />
Που δε θέλουμε να δούμε μέσα μας. Μέσα στους άλλους. Χωρίς φόβο.<br />
Που δε θέλουμε να ζήσουμε. <br />
Μόνο να επιβιώσουμε πάνω στα συντρίμια που αφήνουμε πίσω μας.Unknownnoreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-8748825903348470846.post-6214908579285397032013-10-29T06:10:00.001+02:002018-06-30T05:55:21.348+03:00Ο πρώτος!<div class="separator" style="clear: both; text-align: center;">
</div>
Περνάει ο καιρός και όλα κυλούν τόσο απερίσπαστα.<br />
Με τις σκιές και τις ηλιακτίδες τους, με τα πάνω και τα κάτω.<br />
Με όλα τα ελαφρά σημάδια τους στην ύπαρξή σου.<br />
Τυφλός εσύ, ακολουθείς.<br />
Αλλά έρχεται η στιγμή, αυτή που απλά το βλέπεις: Ναι, είσαι στη σειρά ο πρώτος!<br />
Αυτός που δε φαίνεται. Ο αόρατος.<br />
Αυτός που από μέσα του διακρίνεις μόνο αχνά ότι θα ακολουθήσει.<br />
Είσαι η πέτρα που θα κυλήσει αργά και αθόρυβα στην πλαγιά και θα κάτσει στον πάτο του ποταμού.<br />
Βαθιά κι απόμερα.<br />
Ο μικρός σεισμός που θα επαναφέρει την τεκτονική ηρεμία.<br />
Που θα τρίξει το κρεβάτι τους και θα αλλάξουνε πλευρό.<br />
Αυτό που λίγοι θα το δουν, λίγοι θα το φοβηθούν. <br />
Κάποιοι θα το θαυμάσουν, πολλοί θα το ξεχάσουν.<br />
Μα όλοι θα θυμούνται το πριν, θα προσπεράσουν το τώρα, θα περιμένουν το μετά.<br />
Κι ενώ αυτό θα'ρχεται, εσύ θα είσαι μέσα σ'εκείνο το βυθό, μακριά στο διάστημα πάνω στο σεισμικό κύμα, μικρή ανάμνηση στο βάθος κάποιων κεφαλιών. Ίσως και κανά δυο καρδιών. Ίσως...<br />
Θα ποθείς απερίσπαστα πάλι να υπάρχεις.<br />
Διάφανος.<br />
Με άγνοια κι αθωότητα ότι από εκεί δε σε κουνάει κανείς.<br />
Δεν πονηρεύεσαι. Δεν το θες. Δεν είσαι Σωστός.<br />
Κάνεις πάντα το Λάθος.<br />
Θα είσαι πάντα στη σειρά ο πρώτος!Unknownnoreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-8748825903348470846.post-21647912210262311332013-10-07T04:21:00.001+03:002013-10-07T04:21:05.873+03:00Μικρή μαύρη μαγεία<div class="separator" style="clear: both; text-align: center;">
<a href="http://fc09.deviantart.net/fs71/f/2010/056/b/1/Black_Smoke_Effect_by_SuicidalAiko.png" imageanchor="1" style="clear: left; float: left; margin-bottom: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" height="320" src="http://fc09.deviantart.net/fs71/f/2010/056/b/1/Black_Smoke_Effect_by_SuicidalAiko.png" width="239" /></a></div>
Τριανταέξι ώρες άγρυπνος και δεν βρίσκω τι φταίει.<br />Ένα λογάκι, ένα νεύμα, μια ατάκα παραπάνω;<br />Ένας λάθος χειρισμός. <br />Ναι, δεν το ελέγχω. Δεν θέλω.<br />Κάτι που είπα, κάτι που έκανα;<br />Κάτι που ήθελα να κάνω και δεν έκανα.<br /><br />Πάντα κάπου θα μπω και θα υπάρχεις. Μέσα στο χώρο.<br />Κι αν δεν είσαι εκεί θα'ναι κάτι από σένα.<br />Ένα πικρό χαμόγελο που σε θύμισε, μερικά βήματα πέρα δώθε στους διαδρόμους.<br />Μια απορία σου για το τί μπορεί να είμαι.<br />Δυο μάτια που με κόβουν απ΄τη γωνία σα νυστέρι.<br />Που με αποκρούουν κατά βούληση.<br /><br />Ξέχνα το. Όχι εσύ. Εγώ.<br />Έτσι λέω και μετά σε βλέπω. Κανονικά μπροστά μου.<br />Κι ότι "έβλεπα" πριν; <br />Ξεθωριάζει. Αποσυντίθεται. Τείνει γοργά προς το μηδέν.<br />Ο χώρος μικραίνει και κάνω ότι μπορώ για να τον διαστείλω.<br />Δε γίνεται όμως. Μέσα εκεί είσαι μόνο εσύ, ούτε καν ο αέρας.<br />Κι εγώ, να ψάχνω χαραμάδες.<br /><br />Τίποτα δεν είναι ζωντανό πια. <br />Ανόργανη ύλη κι εσύ την τριγυρίζεις. Με την πότε γλυκιά και πότε γλυκερή σου οσμή.<br />Σα μια μικρή μαύρη μαγεία...<br /><br /><i><br /></i><br />
<i>*Φωτογραφία: Black Smoke Effect by Suicidal Aiko</i><br /><br /><br />Unknownnoreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-8748825903348470846.post-38927923503391624202013-02-06T05:18:00.001+02:002013-02-06T05:24:13.139+02:00Λίπασμα<div class="separator" style="clear: both; text-align: center;">
<a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhDuvOCEh4OF0TiBLSyRse6_-56NAi3cNKDRKVEYEFi8SS9-c0vVtSd6s-ZFkg-Ek7XaixuLM60UUUZ8oWkTcwOnEMpIcfMfRBNxAqm2pq9eUwf0uoziyKScmKGMjwK2gGRoy1F6KDRL1M_/s1600/Tree.png" imageanchor="1" style="clear: left; float: left; margin-bottom: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" height="147" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhDuvOCEh4OF0TiBLSyRse6_-56NAi3cNKDRKVEYEFi8SS9-c0vVtSd6s-ZFkg-Ek7XaixuLM60UUUZ8oWkTcwOnEMpIcfMfRBNxAqm2pq9eUwf0uoziyKScmKGMjwK2gGRoy1F6KDRL1M_/s200/Tree.png" width="200" /></a></div>
Νόμιζα πως είχα ένα πρόσωπο, δυο χέρια,<br />
<div>
δυο μάτια άγρυπνα για σένα, ένα ρεύμα δυνατό.</div>
<div>
Κι αυτό μου έφτανε.</div>
<div>
Αλλά σαν να μη σκέφτηκα πως όταν δεν κοιμάμαι,</div>
<div>
και με τη σκέψη σου μαζί αποσυντίθεμαι,</div>
<div>
τότε η ζωή συμβαίνει κάπου μακριά μου.</div>
<div>
<br /></div>
<div>
Πλάνη η ζωή, όμως θα σου θυμίζει άνθρωπε, μικρέ,</div>
<div>
πως δε θα είναι εδώ όταν την ποθήσεις.</div>
<div>
Θα είναι εδώ όταν το θελήσει, κι εσύ πρέπει να βιαστείς και να την πιάσεις.</div>
<div>
Να απλώσεις το χέρι, να χιμήξεις, να σαλτάρεις στην απέναντι πλευρά.</div>
<div>
Κι ίσως να πονέσεις, να πεισμώσεις, να κλάψεις,</div>
<div>
να αφήσεις κάτω σάλιο, αίμα, ψυχή, τον εαυτό σου.</div>
<div>
Μελανιασμένο και αδρανή, στεγνό και ανίδεο.</div>
<div>
Θολό γιατι δεν τον γνωρίζεις πια. </div>
<div>
Κάτι μπορεί να σου θυμίζει. Κάποιον που ήξερες.</div>
<div>
<br /></div>
<div>
Κι ένα ένα τα κομμάτια, θα σηκωθείς και θα τον χτίσεις.</div>
<div>
Όταν ολα θα ταιριάζουν θα υψώνεσαι, θ'ανθίζεις.</div>
<div>
Πάνω στο κόκκινο χώμα που λίπανε το είναι σου.</div>
<div>
<br /></div>Unknownnoreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-8748825903348470846.post-28558427119596776772013-02-04T06:52:00.002+02:002013-02-04T06:52:51.362+02:00Έρημος<div class="separator" style="clear: both; text-align: center;">
<a href="http://upload.wikimedia.org/wikipedia/commons/7/75/Mojave_Desert-2067.jpg" imageanchor="1" style="clear: left; float: left; margin-bottom: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" height="132" src="http://upload.wikimedia.org/wikipedia/commons/7/75/Mojave_Desert-2067.jpg" width="200" /></a></div>
<br />
Είναι κακό να θέλεις μια φορά να κλάψεις;<br />
Που ο κόσμος πέρασε μπροστά απ'τα μάτια σου.<br />
Που η αλήθεια πέρασε κοντά σου και σε πλάνεψε.<br />
Ονειρεύτηκες τον ήλιο μα σε πρόλαβε η σκιά.<br />
<br />
<br />
<br />
Τα μάτια σου τα σκούπισες, τα μάτια της ποτέ.<br />
Ποτέ δε θα μπορέσεις να στραγγίξεις την υγρή σου επιθυμία.<br />
Αυτή που έκανε σωστά ρυάκια κι έφτιαξε κύκλους.<br />
Κύκλους ομόκεντρους, γύρω απ'τα χέρια της.<br />
Λαγούμια ολόκληρα, βαθιά. Κοντά στα χείλη της.<br />
Σκάλες και γέφυρες που ενώναν τις ψυχές.<br />
<br />
Μα ήταν το χώμα αμμουδερό κι όσα έχτιζες βυθίζονταν.<br />
Βυθίστηκε το βλέμμα σου, βυθίστηκε η ζωή σου.<br />
Τα χέρια σου τα έχασες, μαζί με το κορμί σου.<br />
Γυμνό, γερμένο, άθλιο, τριακόσια χρόνια τώρα.<br />
Να περιμένει για να νιώσει αγνό από μια μπόρα.<br />
<br />
Κι ούτε μια σταγόνα, μια στάλα να κυλάει στο μέτωπο.<br />
Ο ήλιος ήρθε, γύρισε. Κι έκαιγε.<br />
Έρημος.<br />
<br />
<br />
<br />
<br />Unknownnoreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-8748825903348470846.post-72739199861349471652012-12-04T04:13:00.000+02:002012-12-04T04:16:01.010+02:00Βαρέθηκα<div class="separator" style="clear: both; text-align: center;">
<a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEi6mHk3XdOiK6fEhiIjwMSTJvCdUb-s_9Dckb6ODPSLPSn3t-4Frjsi8XHfD8zQeeJNu5NkC644-cAVgfpWbb4iNwMzOSZHWq8Lxlnf17t8Jo0iyTwnzCpA1HihordRp6M_plXC8Nke5ECC/s1600/fist.jpg" imageanchor="1" style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" height="200" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEi6mHk3XdOiK6fEhiIjwMSTJvCdUb-s_9Dckb6ODPSLPSn3t-4Frjsi8XHfD8zQeeJNu5NkC644-cAVgfpWbb4iNwMzOSZHWq8Lxlnf17t8Jo0iyTwnzCpA1HihordRp6M_plXC8Nke5ECC/s200/fist.jpg" style="padding: 0;" width="200" /></a></div>
<br />
Βαρέθηκα αδέρφια μου.<br />
Βαρέθηκα να μη θέλω να κάνω τίποτα.<br />
Βαρέθηκα να θέλω να κάνω κάτι και να μη μπορώ.<br />
Βαρέθηκα τη σαπίλα γύρω μου, μέσα μου.<br />
Βαρέθηκα να βλέπω στη γωνία τον δείκτη κάποιου να με καρφώνει.<br />
Βαρέθηκα να είμαι λυπημένος και να μην κλαίω.<br />
Βαρέθηκα να γελάω και να είμαι ερείπιο.<br />
Βαρέθηκα να κάνω πράγματα που θέλουν να κάνουν οι άλλοι.<br />
Βαρέθηκα να βλέπω τους άλλους να κάνουν αυτά που σιχαίνονται.<br />
Βαρέθηκα να είμαι γελοίος όταν δεν το θέλω.<br />
Βαρέθηκα να μην είμαι αστείος όταν το θέλω.<br />
Βαρέθηκα να είμαι τυχερός.<br />
Βαρέθηκα να μην το εκτιμώ, να μην το νιώθω.<br />
Βαρέθηκα την ομορφιά.<br />
Βαρέθηκα την ασχήμια.<br />
Βαρέθηκα να κοιμάμαι.<br />
Βαρέθηκα να μένω ξύπνιος.<br />
Βαρέθηκα να είμαι απαθής.<br />
Βαρέθηκα να κάνω πως δεν είμαι απαθής.<br />
Βαρέθηκα να κάνω σαν κάτι να με νοιάζει.<br />
<br />
Όλα τα βαρέθηκα.<br />
<br />
Θέλω μια αιώνια πυρκαγιά να περάσει από πάνω τους.<br />
Και να με βρει μια απροσδόκητη γλυκιά ευτυχία, σαν άγγιγμα ηλιαχτίδας στο μέτωπο.<br />
Θέλω να με βρει και να τη βρω, να μη βαριέμαι να την ψάξω.<br />
Να γευτώ χωρίς ενοχή.<br />
Να γελάσω χωρίς αύριο.<br />
Να ερωτευτώ χωρίς χθες.<br />
Να σκάψω λαγούμια με τα νύχια μου.<br />
Να σηκώσω σκόνη με τη γροθιά μου.<br />
Να χτίσω σπίτια με τις πέτρες που κάποτε ραγίζανε κρανία.<br />
Να λερώσω τα χέρια μου.<br />
Με τη λάσπη της Ιστορίας.<br />
<br />
<div class="separator" style="clear: both; text-align: center;">
<iframe allowfullscreen='allowfullscreen' webkitallowfullscreen='webkitallowfullscreen' mozallowfullscreen='mozallowfullscreen' width='320' height='266' src='https://www.youtube.com/embed/-WdYo3WlETY?feature=player_embedded' frameborder='0'></iframe></div>
<br />Unknownnoreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-8748825903348470846.post-64527588986223891442012-02-26T16:28:00.000+02:002012-02-26T16:28:20.951+02:00Ερωτικό (ποίημα)<b>Ένα ερωτικό ποίημα. Απλά :) Κι ένα τραγουδάκι να το συνοδέψει.</b><br />
<br />
<i>Όταν μου κράτησες το χέρι δεν είχα λόγω να κρυφτώ.</i><br />
<i>Είχες ανάσα σα μαχαίρι, ένα κορμί σαν ουρλιαχτό.</i><br />
<i>Όταν με κοίταξες και μου'πες το λόγο που'σαι δω, κοντά,</i><br />
<i>όσο τα μάτια κι αν γεμίζαν, τα βλέπα όλα καθαρά.</i><br />
<i>Χωρίς αλλόκοτες ιδέες, χωρίς φωνές και κουρνιαχτό,</i><br />
<i>χωρίς να ψάχνω μιαν αιτία, θέλησα μόνο ν'αφεθώ,</i><br />
<i>μέσα στο μαύρο των ματιών σου, μέσα στα λόγια σου τ'απλά,</i><br />
<i>στη θάλασσα του λογισμού σου να κολυμπήσω, στ'ανοιχτά.</i><br />
<i><br />
</i><br />
<i>Όταν μου κράτησες το χέρι δεν είχα λόγο να κρυφτώ.</i><br />
<i>Παρ'όλο που όποτε συμβαίνει ψάχνω ένα μέρος να χαθώ...</i><br />
<br />
<br />
<iframe allowfullscreen="" frameborder="0" height="315" src="http://www.youtube.com/embed/huIgYU3bgqM" width="420"></iframe>Unknownnoreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-8748825903348470846.post-73586932859675681542012-01-26T18:41:00.002+02:002012-01-26T19:08:07.810+02:00Χιόνι<div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjQ6kdHZngGJQUrfdNxcDEMq9mV3cqYiW4zDHwdpHsamcZfLaGNrR4L263qUM9djtErYsBPYVRp2OZg5YCmWPg0Lg_ThyphenhyphenikvpW67LsanWtLLKX5YuB5lr1Z8CFVSecMs3dMh2kfEdAgb1j3/s1600/snow_footprints.jpg" imageanchor="1" style="clear: left; float: left; margin-bottom: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" height="320" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjQ6kdHZngGJQUrfdNxcDEMq9mV3cqYiW4zDHwdpHsamcZfLaGNrR4L263qUM9djtErYsBPYVRp2OZg5YCmWPg0Lg_ThyphenhyphenikvpW67LsanWtLLKX5YuB5lr1Z8CFVSecMs3dMh2kfEdAgb1j3/s320/snow_footprints.jpg" width="213" /></a></div>Ο άνεμος φυσούσε μανιασμένα τις τελευταίες τρεις μέρες που είχε αλλάξει ο καιρός. Η Κάτια παρατηρούσε μικρά αντικείμενα να χτυπούν πάνω στο παρμπρίζ του αυτοκίνητου της συνεχώς. Φύλλα, πετραδάκια, μικρά κλαδιά, χαρτιά, πλαστικά μπουκάλια από αναψυκτικά, πράγματα που μαζί με την υγρασία έκαναν την οδήγηση ακόμα πιο δύσκολη σ'εκείνα τα μικρά σκοτεινά κωλόστενα. Τελικά, αν και δυσκολεύτηκε, κατάφερε να επιστρέψει σπίτι της έγκαιρα.<br />
<br />
<div>Μπαίνοντας μέσα το χαζόσκυλό της, η Φραν, έτρεξε να τριφτεί στα πόδια της ζητιανεύοντας ένα χάδι και απαιτώντας άλλα πράγματα. Ένα πιάτο φαΐ και μια βόλτα για τις σωματικές ανάγκες της. Το πρώτο το πήρε άμεσα. Για το δεύτερο έπρεπε να περιμένει για την αφεντικίνα της μέχρι να συνέλθει από την πρώτη δόση κρύου που της είχε ταράξει το κορμί και είχε επαναφέρει τις μνήμες από εκείνο το δυνατό διάστρεμμα στο δεξί της αστράγαλο. Όποτε άλλαζε ο καιρός οι σουβλιές έσκαγαν και της θύμιζαν εκείνη τη φοβερή βόλτα με τη μηχανή του Αντρέα και την κατάληξή της. Οι μαλακίες πληρώνονταν. Από παλιά.<br />
<br />
Η Κάτια έβγαλε από το ντουλάπι της κουζίνας μία από αυτές τις απλά υποφερτές φακελωμένες κοτόσουπες και την διέλυσε σε νερό μέσα σ'ένα μαύρο κατσαρολάκι προσθέτοντας δυο τρία λαχανικά που της αρέσουν, προσπαθώντας να ζεστάνει το μέσα της. Σε λίγη ώρα, αφού έκανε τη σούπα και την έφαγε κάπως βιαστικά, έβαλε και πάλι το μικρό νάρθηκα που φόραγε όταν πόναγε στον αστραγαλό και, αφού τυλίχτηκε με ένα μεγάλο πλεχτό κασκόλ πάνω από το παλτό της, έλυσε την ανυπόμονη Φραν για να πάνε τη σύντομη βόλτα τους στο κρύο.<br />
<br />
Βγαίνοντας από την πόρτα η Κάτια τουρτούρισε και η Φραν, που δε μάσησε από το κρύο, απλά κούνησε την ουρά της και τεντώθηκε. "Χαζόσκυλο", μουρμούρισε η Κάτια καθώς της χάιδευε τα δυο κρεμαστά αυτιά. Άναψε ένα τσιγάρο και προχώρησε παραπέρα, προς το ανηφοράκι ακριβώς μετά το σπίτι της, κάνοντας μικρές στάσεις που και που για τις ανάγκες της Φραν. Κάνοντας αριστερά για να μπει μέσα στο παρκάκι στο τέλος του δρόμου παρατήρησε κάτι ασυνήθιστο για την γειτονιά της. Δύο τύποι κοιμόντουσαν πάνω στα παγκάκια στο πάρκο, έχοντας για σκέπασμα από μια κουβέρτα και πολλά χαρτόκουτα. Φαίνονταν να κοιμούνται ασυνήθιστα βαθιά, τόσο που η Κάτια παρακολούθησε την αναπνοή τους για να καταλάβει αν όντως ήταν ζωντανοί. Μερικά μικρά τραντάγματα πάνω στα παγκάκια την έκαναν να σιγουρευτεί. Οι σουβλιές στον αστράγαλο επανήλθαν δριμύτερες εκείνη ακριβώς τη στιγμή και η Κάτια αναγκάστηκε να κάτσει στο πεζούλι για λίγα λεπτά, μέχρι να υποχωρήσουν. Τότε, θέλοντας να κάνει κάτι για τους δυο τύπους του πάρκου, πήγε τη Φραν πίσω στο σπίτι, πήρε τρεις κουβέρτες, ένα μπουκάλι κονιάκ, μερικά ποτηράκια και μπισκότα σοκολάτα και κατευθύνθηκε ξανά προς τα κει. Όταν επέστρεψε ο ένας τύπος είχε ξυπνήσει και έτριβε τα χέρια του για να ζεσταθεί. Την είδε να πλησιάζει αργά και της έγνεψε. Εκείνη πλησίασε και του μίλησε...<br />
<br />
- Καλησπέρα, τί γίνεται;<br />
- Καλά ρε κοπελιά, μια χαρά. Εδώ, υπάρχουμε...<br />
- Είμαι η Κάτια.<br />
- Εγώ ο Μανόλης.<br />
Η Κάτια έδωσε το χέρι της και ο Μανόλης της το έσφιξε πολύ θερμά με το δικό του παγωμένο χέρι.<br />
- Πώς κι από δω; Εμείς εδώ μένουμε. Κι όσο μας πάει. Εσύ;<br />
- Πέρναγα και σας είδα. Και είπα να έρθω να σας φέρω δυο πραγματάκια αν τα θέλετε.<br />
Ο Μανόλης έσκυψε λίγο το κεφάλι, κοίταξε τι κρατούσε η Κάτια και απάντησε με ένα πικρό χαμόγελο.<br />
- Αν δε στα στερούμε τα θέλουμε ρε κοπελιά. Κάτια είπαμε έτσι; Κονιακάκι βλέπω, μπισκότα, κουβέρτες. Ευχαριστούμε. Ο Μοχάμετ που κοιμάται είναι φιλαράκι. Και στα δύσκολα μαζί. Είναι από το Ιράκ.<br />
Η Κάτια τυλίχτηκε με τη μια κουβέρτα κι έκατσε στο παγκάκι δίπλα στο Μανόλη. Άφησε τα υπόλοιπα ακριβώς δίπλα και ο Μανόλης έβαλε δυο ποτηράκια κονιάκ για να πιούνε. Χαμογέλασε πλατιά.<br />
- Στην υγειά σου Κάτια, να'σαι καλά.<br />
- Και στη δικιά σου, και στου Μοχάμετ!<br />
Ο Μανόλης το κατέβασε μονορούφι. Η Κάτια δεν το σήκωνε και τόσο. Ήπιε μια γουλιά της έκαψε το λαιμό. Ζεστάθηκε όμως. Κι έκανε μια ερώτηση που ίσως δεν έπρεπε να κάνει...<br />
- Μανόλη πως και βρεθήκατε εδώ; Είστε καιρό στη γύρα;<br />
Ο Μανόλης την κοίταξε με μια δόση ειρωνίας. Της έδωσε πίσω το κονιάκ και το ποτήρι.<br />
- Αν είναι να ρωτάς τέτοια πράγματα να φύγεις. Όλοι έχουμε την ιστορία μας. Κι εσύ τη δικιά σου. Κι εγώ. Κι ο Μοχάμετ. Μην τα λέμε όταν δεν πρέπει.<br />
- Δεν ήθελα να σε προσβάλλω, συγγνώμη!<br />
- Μη ζητάς συγγνώμες, δε μου λένε τίποτα... Απλά μη μιλάς γι'αυτά τα πράγματα.<br />
- Εντάξει Μανόλη. Κράτα το κονιάκ, δε θα μου λείψει. Σε παρακαλώ!<br />
Η Κάτια του χαμογέλασε. Ο Μανόλης μαλάκωσε λίγο. Ο Μοχάμετ ροχάλιζε δυνατά. Πιο δυνατά ίσως κι από τον αέρα που σφύριζε ανάμεσα στα δεντράκια του πάρκου.<br />
- Μπορεί να είσαι περίεργη αλλά φαίνεσαι ξηγημένη. Δε θα σου μαυρίσω την ψυχή με τα δικά μας κορίτσι μου. Πες ότι απλά ήμασταν άτυχοι. Και τέλος. Πάρε μπισκοτάκι και άραξε μαζί μας.<br />
Η Κάτια πήρε μπισκοτάκι. Και άραξε. Αν και κρύωνε λίγο.<br />
- Τέλος λοιπόν. Δε μιλάμε για τέτοια. Άκουσα μεθαύριο θα φτιάξει ο καιρός. Θα είστε καλύτερα μετά.<br />
- Ακριβώς. Μη νομίζεις, που και που βρίσκουμε και κάπου να μείνουμε. Κάνα δωμάτιο εννοώ όταν έχουμε δυο φράγκα και μας παίρνει να κοιμηθούμε και να ξεβρωμίσουμε. Αλλά για κανά δυο μέρες. Μετά πάλι στη γύρα. Τί τα θες; Κακό να καλομαθαίνεις κιόλας.<br />
Ο Μανόλης ήταν γύρω στα σαρανταπέντε. Κοντούλης και λιγνός, δε φαινόταν τόσο ταλαιπωρημένος στο σώμα. Τα μάτια του όμως έλεγαν πολλά. Ήταν μαύρα, βαθιά. Έδειχναν κουρασμένα και σοφά παράλληλα. Σαν να έχουν δει πολλά. Σαν να έχουν δει ξενύχτια σε κρατητήρια, πεσίματα σε υπόγεια, τσακωμούς, ξύλο ανάμεσα σε συμμορίες, διαλυμένες σχέσεις, διαλυμένους ανθρώπους, προσφυγικά σπίτια να μπάζουν από παντού, προσφυγόπουλα να παίζουν ξύλο για ένα κουτί φρυγανιές, πρεζάκηδες να παίζουν τη δόση τους στα ζάρια, πρεζάκηδες να γελούν βλέποντας το χάος, πρεζάκηδες να λιώνουν, αλκοολικούς να καταρρέουν σε πεζοδρόμια, ανθρώπους να γυρνούν τα κεφάλια τους, φίλους να προδίδουν, καλούς να γίνονται κακοί, μεγάλους να γίνονται μικροί και μικρούς να γίνονται μεγάλοι. Και να ξεχνάνε. Αλλά αυτός όχι. Θυμόταν. Περισσότερα από όσα έπρεπε. Η Κάτια δεν κρατήθηκε και έκανε την κίνηση.<br />
<br />
- Θέλετε να έρθετε από το σπίτι μου να μείνετε για το βράδυ; Εμένα δε με πειράζει, έχω χώρο.<br />
- Όχι κοπέλα μου, καλά είμαστε εδώ, μη σου φορτωνόμαστε. Καλό είναι που έφερες κι αυτά που μας έφερες. Τη βγάζουμε, δε θα πάθουμε τίποτα.<br />
- Σε παρακαλώ! Ξανά. Σας εμπιστεύομαι και θέλω παρέα!<br />
Το είπε απεγνωσμένα και τσαχίνικα μαζί, σαν ένα παιδάκι χωρίς φίλους. Και ήταν όμορφη η ρουφιάνα. Αυτό σκέφτηκε ο Μανόλης. Περήφανος άνθρωπος. Αλλά τον λύγισε η τσαχπινιά της. Και το κρύο επίσης.<br />
- Εντάξει ρε Κάτια. Κάτσε να ξυπνήσω τον Μοχάμετ να μαζευτούμε. Περιμένεις λίγο έτσι;<br />
- Φυσικά. Έχουμε κονιάκ!<br />
Η Κάτια κατέβασε γρήγορα άλλο ένα ποτηράκι και ζεστάθηκε, παρόλο που το αλκοόλ τη θόλωσε λίγο ακόμα. Ο Μανόλης σήκωσε τον Μοχάμετ σιγά σιγά και του ψέλλισε μερικές κουβέντες, μισά ελληνικά μισά αραβικά. Ο Μοχάμετ γύρισε και χαμογέλασε στην Κάτια πλατιά. Ήπιε κι αυτός το ποτηράκι του για να ζεσταθεί και κατευθύνθηκαν προς το σπίτι.<br />
<br />
Μόλις έφτασαν το τσαχπίνικο σκυλί της τσαχπίνας μπερδεύτηκε στα πόδια τους και κούνησε την ουρά του.Τους μύρισε για αρκετή ώρα όσο καθόντουσαν στο σαλονάκι. Η Κάτια έφτιαξε καφέ να πιούνε, ελληνικό που ήθελαν και οι δυό τους. Η ζέστη τους ελάφρυνε, το μάτι τους έγινε πιο γλαρό, οι δυο φίλοι χαλάρωσαν και μίλησαν για ώρα με την Κάτια. Ο Μανόλης καθαρά και ξάστερα, της τα είπε όλα. Πως ζούσε, ποια ήταν η οικογένειά του, που δούλευε, τι του είχε πάει στραβά, τι έκανε λάθος, ποιους εμπιστεύτηκε, ποιοι τον πάτησαν, πως κατέληξε στο δρόμο με το Μοχάμετ. Ο Μοχάμετ κι αυτός με τη σειρά του, σπαστά αλλά και πάλι ξάστερα, με δυο κατάμαυρα μάτια γεμάτα αλήθεια, έπλεξε κι αυτός την ιστορία του από το Ιράκ μέχρι την Αθήνα. Καθεστώτα, συμφέροντα. Θρησκεία, συμφέροντα. Πόλεμος, συμφέροντα. Προσφυγιά, δουλέμποροι, μπάτσοι, κέντρα κράτησης και τελική κατάληξη οι δρόμοι της Αθήνας τριγυρνώντας για ένα κομμάτι ψωμί μέχρι νεωτέρας. Με μια μικρή ηλιαχτίδα ελπίδας στο κεφάλι. Απλή και δύσκολη ιστορία που την έχεις ακούσει. Αλλά δεν την ξέρεις.<br />
<br />
Κι αυτοί οι δυο βρεθήκανε. Μπλέχτηκαν οι ζωές τους. Και το κουβάρι αυτό κύλαγε μαζί μέχρι να ξεμπλεχτεί με κάποιο τρόπο. Και εμφανίστηκε η Κάτια. Δεν θα τους το ξέμπλεκε. Θα τους αλάφραινε για ένα βράδυ όμως, από το φορτίο που κουβάλαγαν. Δεν ήταν μόνο η κούραση, η πείνα ή το κρύο. Δεν ήταν μόνο τα βλέμματα γεμάτα περιφρόνηση. Δεν ήταν μόνο η χλέπα, η κλωτσιά του φασίστα, το σχόλιο της γριάς, η αδιαφορία του περαστικού, ο διωγμός του μπάτσου. Ήταν αυτό το συναίσθημα που δεν ξέρεις αν θα τη βγάλεις το βράδυ. Όλα τα βράδια. Αυτό που η Κάτια δεν είχε νοιώσει πραγματικά. Αλλά που για ένα βράδυ κατάφερε να το σηκώσει γι'αυτούς. Δεν το ήξερε. Δεν θα το μάθαινε ποτέ.<br />
<br />
Μετά από τις κουβέντες τους, τα βλέμματα, τα αχ, τα ωχ τα αμάν και τα γιατί, η Κάτια τους έστρωσε και κοιμήθηκαν. Δεν ήταν αργά αλλά ήταν κατάκοποι. Κοιμήθηκε κι αυτή την ίδια ώρα, ζαλισμένη από τα κονιάκ που δεν είχε συνηθίσει.<br />
<br />
Το επόμενο πρωί ξύπνησε και ήταν μόνη της. Οι δυο φίλοι είχαν φύγει ήσυχα, τόσο ήσυχα που δεν κατάφεραν να ανησυχήσουν ούτε το χαζόσκυλό της. Ένα σημείωμα πάνω στο τραπεζάκι έγραφε: "Σ'ευχαριστούμε για όλα, καλή αντάμωση". Η Κάτια το διάβασε και πριν πάει να ετοιμαστεί για τη δουλειά κοίταξε έξω από τα παράθυρο. Τα πάντα ήταν λευκά, το βράδυ είχε χιονίσει τόσο πολύ που εκεί ψηλά που έμενε είχε καλύψει τα πάντα ακόμα και το αμάξι της μέχρι τη μέση! Χάρηκε που μάλλον θα πέρναγε μια τεμπέλικη μέρα σπίτι, κι όταν ήρθε δίπλα της η Φραν κουνώντας την ουρά της, η Κάτια της ψιθύρισε με χαρά: "Χιόνι Φραν, χιόνι, μια άσπρη μέρα!".<br />
<br />
Ξανακοίταξε και παρατήρησε τις βαριές πατημασιές δίπλα στην πόρτα της. Ασυναίσθητα, η λέξη ξέφυγε ξανά από τα χείλη της. "Χιόνι". Δεν ήταν πια το ίδιο.</div>Unknownnoreply@blogger.com2tag:blogger.com,1999:blog-8748825903348470846.post-51522994688215627632012-01-06T19:13:00.000+02:002012-01-06T19:13:38.974+02:00Και τα δυο, με σοκοφρέτα (όλο το διήγημα)<div style="margin-bottom: .0001pt; margin: 0cm;"><span lang="EL" style="font-size: 13.5pt;"><i style="font-size: medium;">Το διήγημα "Και τα δυο, με σοκοφρέτα" όλο μαζί. Χωρίς διακοπές και συνέχειες. Ρίχτε του ένα ολοκληρωτικό διαβασματάκι και γουστάρετε. Ευχαριστώ αλανιάρηδες/ισσες...</i></span></div><div style="margin-bottom: .0001pt; margin: 0cm;"><span lang="EL" style="font-size: 13.5pt;"><i style="font-size: medium;"><br />
</i></span></div><div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEj0nObx-C7WMzUzGUI7xicqZh77rJP8z5cl07ylS08SXFediEXiWrLsXh-TmNSKEhqkdBQbwQ6IO0TtwnNNokGYv1Zo-wK9neLKFEgutXFBRaq7qBC_U9eQ-XrAmypBEvTBzTYUST1DbsiA/s1600/sokofretes.JPG" imageanchor="1" style="clear: left; float: left; margin-bottom: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" height="169" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEj0nObx-C7WMzUzGUI7xicqZh77rJP8z5cl07ylS08SXFediEXiWrLsXh-TmNSKEhqkdBQbwQ6IO0TtwnNNokGYv1Zo-wK9neLKFEgutXFBRaq7qBC_U9eQ-XrAmypBEvTBzTYUST1DbsiA/s200/sokofretes.JPG" width="200" /></a></div><div style="margin-bottom: .0001pt; margin: 0cm;"><span style="font-size: 13.5pt;">Την πέτυχα δίπλα στον Άγιο Αντώνη στο Περιστέρι. Ψηλή, ξερακιανή, μελαχρινή, με μαύρα μάτια σαν δυο μικρές μπίλιες φτιαγμένες από σκοτάδι. Στο δεξί της χέρι μου τράβηξε την προσοχή ένα μικρό κόκκινο δαχτυλιδάκι που ίσα ίσα χώραγε στο μικρό της δάχτυλο. Τότε μου έφυγαν οι αμφιβολίες. Πήγα και της μίλησα κατευθείαν.</span></div><div style="margin-bottom: .0001pt; margin: 0cm;"><br />
</div><div style="margin-bottom: .0001pt; margin: 0cm;"><span lang="EL" style="font-size: 13.5pt;">- Καλησπέρα! Είμαι ο Δημήτρης. Με θυμάσαι έτσι;<o:p></o:p></span></div><div style="margin-bottom: .0001pt; margin: 0cm;"><span lang="EL" style="font-size: 13.5pt;">- Εγώ είμαι η Άσπα. Σε γνωρίζω; Κάτι γνώριμο έχεις...<o:p></o:p></span></div><div style="margin-bottom: .0001pt; margin: 0cm;"><br />
</div><div style="margin-bottom: .0001pt; margin: 0cm;"><span lang="EL" style="font-size: 13.5pt;">Οι δυο μικρές σκοτεινές μπίλιες άστραψαν και με περιεργάστηκαν για να με ανασύρουν από το βυθό των αναμνήσεων της Άσπας. Εγώ συνέχισα.<o:p></o:p></span></div><div style="margin-bottom: .0001pt; margin: 0cm;"><br />
</div><div style="margin-bottom: .0001pt; margin: 0cm;"><span lang="EL" style="font-size: 13.5pt;">- Φυσικά και με γνωρίζεις. Στο Λύκειο. Στο Α3, στο Β3, στο Γ3, θετική κατεύθυνση. Μπορώ να λέω ότι είμαι ένας από τους λόγους που πέρασες στο πανεπιστήμιο.<o:p></o:p></span></div><div style="margin-bottom: .0001pt; margin: 0cm;"><br />
</div><div style="margin-bottom: .0001pt; margin: 0cm;"><span lang="EL" style="font-size: 13.5pt;">Η Άσπα είχε αντιγράψει από μένα σε δύο μαθήματα στις πανελλήνιες. Και, με τις ευλογίες μου, πέρασε. Είχε πάει σχεδόν όσο καλά όσο κι εγώ. Τότε ένιωθα πολύ περήφανος. Την γούσταρα και λιγάκι να πω την αλήθεια. Κάναμε παρέα ένα μικρό περίεργο διάστημα. Μετά ξαφνικά σιωπή. Χαθήκαμε εντελώς.<o:p></o:p></span></div><div style="margin-bottom: .0001pt; margin: 0cm;"><br />
</div><div style="margin-bottom: .0001pt; margin: 0cm;"><span lang="EL" style="font-size: 13.5pt;">- Όχι μη μου πεις... Μήτσε άλλαξες τόσο πολύ! Πού είναι η μαλλούρα σου ρε πρώην μέταλλο; Πού πήγε η μπυροκοιλία και τα κολλητά τζην σου;<o:p></o:p></span></div><div style="margin-bottom: .0001pt; margin: 0cm;"><span lang="EL" style="font-size: 13.5pt;">- Τα κολλητά τζην σκίστηκαν, η μπυροκοιλιά εξαφανίστηκε σε κάποια φάση αφασίας και το μαλλί είναι εύκολο να συμπεράνεις πως έφυγε. Τα έκοψα για να πάω σ'αυτό το πράγμα που σε κάνει άντρα...<o:p></o:p></span></div><div style="margin-bottom: .0001pt; margin: 0cm;"><span lang="EL" style="font-size: 13.5pt;">- Α κατάλαβα, στρατός. Ευτυχώς πέρασε όμως, έτσι; Πώς περνάς λοιπόν; Την παλεύεις στη ζωή σου;<o:p></o:p></span></div><div style="margin-bottom: .0001pt; margin: 0cm;"><span lang="EL" style="font-size: 13.5pt;">- Θα έλεγα πως ναι. Έχω τα πάνω και τα κάτω μου. Αλλά την παλεύω. Εσύ;<o:p></o:p></span></div><div style="margin-bottom: .0001pt; margin: 0cm;"><span lang="EL" style="font-size: 13.5pt;">- Θα έλεγα πως όχι. Τουλάχιστον όχι τον τελευταίο ενάμιση χρόνο.<o:p></o:p></span></div><div style="margin-bottom: .0001pt; margin: 0cm;"><br />
</div><div style="margin-bottom: .0001pt; margin: 0cm;"><span lang="EL" style="font-size: 13.5pt;">Το βλέμμα της χαμήλωσε και με γέμισε ερωτηματικά. Πέρασαν διάφορα από το μυαλό μου αλλά δεν θα μπορούσα να συμπεράνω τι συμβαίνει. Ήθελα να μιλήσω μαζί της περισσότερο.<o:p></o:p></span></div><div style="margin-bottom: .0001pt; margin: 0cm;"><br />
</div><div style="margin-bottom: .0001pt; margin: 0cm;"><span lang="EL" style="font-size: 13.5pt;">- Θες να αράξεις να τα πούμε; Εγώ έχω μια δουλειά εδώ κοντά αλλά είναι σε κανένα δίωρο. Θα γελάσεις με τη δουλειά αλλά είμαι πωλητής ειδών υγιεινής. Χέστρες και τέτοια. Μιλάμε για τρελή αδρεναλίνη...<o:p></o:p></span></div><div style="margin-bottom: .0001pt; margin: 0cm;"><br />
</div><div style="margin-bottom: .0001pt; margin: 0cm;"><span lang="EL" style="font-size: 13.5pt;">Η Άσπα ελάφρυνε και γέλασε λίγο με τον αυτοσαρκασμό μου.<o:p></o:p></span></div><div style="margin-bottom: .0001pt; margin: 0cm;"><br />
</div><div style="margin-bottom: .0001pt; margin: 0cm;"><span lang="EL" style="font-size: 13.5pt;">- Εντάξει πάμε! Κανονικά θα έπρεπε να περίμενω κάποιον για λίγο ακόμα αλλά δε θέλω να τον δω. Ένα μήνυμα και φύγαμε.<o:p></o:p></span></div><div style="margin-bottom: .0001pt; margin: 0cm;"><br />
</div><div style="margin-bottom: .0001pt; margin: 0cm;"><span lang="EL" style="font-size: 13.5pt;">Έστειλε το μήνυμά της στον άγνωστο για μένα παραλήπτη και έτσι φύγαμε.<o:p></o:p></span></div><div style="margin-bottom: .0001pt; margin: 0cm;"><span lang="EL" style="font-size: 13.5pt;">Περπατήσαμε οι δυο μας για κανένα δεκάλεπτο για να καταλήξουμε σε ένα μικρό μαγαζί με παγωτά. Παγωτά δεν τρώω. Το μαγαζάκι όμως το γούσταρα. Ήταν μικρό και μπλε. Σκέτη ναυτία.<o:p></o:p></span></div><div style="margin-bottom: .0001pt; margin: 0cm;"><br />
</div><div style="margin-bottom: .0001pt; margin: 0cm;"><span lang="EL" style="font-size: 13.5pt;">Η Άσπα αφού ανίχνευσε γρήγορα το χώρο πήγε και έκατσε στο βάθος, στην πιο χωμένη γωνία του. Απέναντί της έκατσα κι εγώ. Ήρθε ένας σερβιτόρος που ήταν κοντός σαν στρουμφάκι και του παρήγγειλα έναν φραπέ σκέτο. Η Άσπα πήρε ένα παγωτό φυστίκι. Ήρθε η ώρα να μάθω κι εγώ τι της συνέβαινε. Ξεκίνησα με δηλώσεις αλλά μπήκα κατευείαν στο ψητό.<o:p></o:p></span></div><div style="margin-bottom: .0001pt; margin: 0cm;"><br />
</div><div style="margin-bottom: .0001pt; margin: 0cm;"><span lang="EL" style="font-size: 13.5pt;">- Άσπα ειλικρινά, είσαι το τελευταίο άτομο που φαινόταν ότι στη ζωή του θα είχε αδιέξοδα. Για πες μου λοιπόν... τί συμβαίνει και σε στρίμωξε τόσο;<o:p></o:p></span></div><div style="margin-bottom: .0001pt; margin: 0cm;"><span lang="EL" style="font-size: 13.5pt;">- Είναι περίεργο Δημήτρη. Τόσο περίεργο που δε θα σου φαίνεται καθόλου λογικό. Όλα άρχισαν όταν ήρθε μια τύπισσα και μου έδωσε μια σοκοφρέτα. Την</span><span style="font-size: 13.5pt;"> </span><span lang="EL" style="font-size: 13.5pt;">πράσινη.</span><span style="font-size: 13.5pt;"> </span><span lang="EL" style="font-size: 13.5pt;">Αυτή με τα φουντούκια...</span></div><div style="margin-bottom: .0001pt; margin: 0cm;"><br />
</div><div style="margin-bottom: .0001pt; margin: 0cm;"><span lang="EL" style="font-size: 13.5pt;">Η Άσπα λέγοντας αυτή την απλή φράση, την γεμάτη σοκολάτα και φουντούκι, έκανε τους σιελογόνους αδένες μου να δουλέψουν υπερωρίες. Παράλληλα γέμισα απορίες...<o:p></o:p></span></div><div style="margin-bottom: .0001pt; margin: 0cm;"><br />
</div><div style="margin-bottom: .0001pt; margin: 0cm;"><span lang="EL" style="font-size: 13.5pt;">- Και πώς ξεκίνησε αυτό; Πού τη βρήκες; Πού σε βρήκε;<o:p></o:p></span></div><div style="margin-bottom: .0001pt; margin: 0cm;"><span lang="EL" style="font-size: 13.5pt;">- Η Ζωή ήταν γειτόνισσα μου καιρό όταν έμενα σε ένα μικρό ημιυπόγειο στην Νέα Ιωνία. Φοιτήτρια στο Χημικό εγώ ακόμα, τα έβγαζα και τότε δύσκολα πέρα, τα ίδια και η Ζωή. Δεν ήταν φοιτήτρια δηλαδή αλλά δυσκολευόταν κι αυτή, έκανε πολλές και σύντομες δουλειές και δεν έβλεπε φως. Έτσι, όταν αρχίσαμε να κάνουμε παρέα, είχαμε πράγματα που μας ένωναν. Συνεχώς βρίσκαμε κοινά σημεία. </span><span style="font-size: 13.5pt;"> </span><span lang="EL" style="font-size: 13.5pt;">Κι αυτή πέρασε τη </span><span style="font-size: 13.5pt;">goth</span><span lang="EL" style="font-size: 13.5pt;"> φάση της πιο μικρή, κι αυτή αντέγραψε στις πανελλήνιες, κι αυτή τα είχε σπάσει με την οικογένειά της, κι αυτή είχε δυσκολίες. Και άλλο ένα κοινό. Δεν την είχα δει ποτέ να κυκλοφορεί με άντρα. Λίγους φίλους ναι. Αλλά όχι γκόμενο. Όπως κι αυτή δεν είχε δει ποτέ εμένα.<o:p></o:p></span></div><div style="margin-bottom: .0001pt; margin: 0cm;"><span lang="EL" style="font-size: 13.5pt;">- Η σοκοφρέτα που ήρθε όμως; Τί καινούργιο έφερε;<o:p></o:p></span></div><div style="margin-bottom: .0001pt; margin: 0cm;"><span lang="EL" style="font-size: 13.5pt;">-Βιάζεσαι Μήτσε, θα μάθεις. Ήταν ένα βαρετό απογευματάκι που καθόμασταν στο σπίτι της και παίζαμε μπιρίμπα. Σαν κάτι θείτσες στην εμμηνόπαυση. Κάποια στιγμή χτύπησε το τηλέφωνο και η Ζωή πετάχτηκε σαν ελατήριο. Ήταν κάποιος τύπος λέει που της είχε φέρει ένα δώρο και έπρεπε να πεταχτεί δυο τετράγωνα πιο κάτω να το παραλάβει. Απόρησα με τη μυστικότητα αλλά δεν είπα τίποτα. Μου είπε απλά να την περιμένω εκεί και τα μάτια της πέταγαν σπίθες. Και είχε κι ένα χαμόγελο περίεργο. Της είπα κι εγώ </span><span style="font-size: 13.5pt;">ok</span><span lang="EL" style="font-size: 13.5pt;"> κι έφυγε βιαστικά. Γύρισα λοιπόν την μπιρίμπα σε πασιέντζα. Έριξα πέντε φορές μέχρι να γυρίσει, μου βγήκε μόνο η μία, ήπια και μια μπύρα από το σχεδόν άδειο ψυγείο της και η Ζωή επέστρεψε εντυπωσιακά! Γελώντας και κρατώντας δυο σοκοφρέτες!<o:p></o:p></span></div><div style="margin-bottom: .0001pt; margin: 0cm;"><span lang="EL" style="font-size: 13.5pt;">- Καλά σοβαρολογείς τώρα; Τί σκατά δώρο είναι μια σοκοφρέτα; Κανένα παιδάκι τις της έδωσε; Μου φαίνεται παράλογο...<o:p></o:p></span></div><div style="margin-bottom: .0001pt; margin: 0cm;"><span lang="EL" style="font-size: 13.5pt;">- Στο είπα ότι έτσι θα φανεί. Εγώ έμεινα κόκκαλο κοιτώντας την και πιστεύοντας ότι είχε βαρέσει μπιέλα. "Η μία είναι για σένα", μου είπε. "Παρακάλεσα να μου δώσουν και δεύτερη." Εκεί σιγουρεύτηκα. Είχε αποτρελαθεί. Αλλά δεν ήξερα τί θα επακολουθήσει.<o:p></o:p></span></div><div style="margin-bottom: .0001pt; margin: 0cm;"><span lang="EL" style="font-size: 13.5pt;">- Εγώ στη θέση σου θα είχα πάρει ψυχίατρο στο καπάκι. Για λέγε όμως. Πού κατέληξε αυτό;<o:p></o:p></span></div><div style="margin-bottom: .0001pt; margin: 0cm;"><span lang="EL" style="font-size: 13.5pt;">- Όπως καταλαβαίνεις είχα σαστίσει αλλά με είχε πιάσει νευρικό γέλιο που περίμενα μία ολόκληρη ώρα για μια σοκοφρέτα. Όταν μου την έδωσε ήταν τόσο χαρούμενη που της έκανα την χάρη και την έφαγα με λαχτάρα, όπως ακριβώς έφαγε κι αυτή τη δική της, φτύνοντας που και που μικρά κομματάκια από το γέλιο που ρίχναμε. Και αυτό ήταν.<o:p></o:p></span></div><div style="margin-bottom: .0001pt; margin: 0cm;"><span lang="EL" style="font-size: 13.5pt;">- Τί ήταν δηλαδή αυτό; Τις φάγατε και τέλος; Που είναι το περίεργο;<o:p></o:p></span></div><div style="margin-bottom: .0001pt; margin: 0cm;"><span lang="EL" style="font-size: 13.5pt;">- Αυτό ήταν η αρχή εννοώ...</span></div><div style="margin-bottom: .0001pt; margin: 0cm;"><br />
</div><div style="margin-bottom: .0001pt; margin: 0cm;"><span lang="EL" style="font-size: 13.5pt;">Η Άσπα πήρε μια βαθιά ανάσα για να περιγράψει το γαϊτανάκι που ακολούθησε.<o:p></o:p></span></div><div style="margin-bottom: .0001pt; margin: 0cm;"><br />
</div><div style="margin-bottom: .0001pt; margin: 0cm;"><span lang="EL" style="font-size: 13.5pt;">- Εκείνο το βράδυ θυμάμαι ελάχιστες στιγμές. Τρίπαρα για αρκετές ώρες, περπάτησα σε βουνά καλυμμένα με πράσινο χιόνι, είδα μεγάλες πινακίδες φτιαγμένες από καουτσούκ να γράφουν "Λεφτά υπάρχουν", έφαγα γουρουνοπούλα σε ύπουλες στοές της Αθήνας μαζί με αρουραίους με ανθρωπόμορφα χαρακτηριστικά, είδα τον Ανέστη Βλάχο να οδηγεί στο πεδίο της μάχης έναν στρατό από ρακούν, συζήτησα με τέσσερα όντα από τον μακρινό δορυφόρο του Δία, τον Γανυμήδη, που έμοιαζαν στη φάτσα με ελάφια και ήταν τόσο αλτικά όσο ο Σεργκέι Μπούμκα.<o:p></o:p></span></div><div style="margin-bottom: .0001pt; margin: 0cm;"><span lang="EL" style="font-size: 13.5pt;">- Τριπάκια μέσα στη σοκοφρέτα; Έξυπνο! Γάτα η Ζωή...<o:p></o:p></span></div><div style="margin-bottom: .0001pt; margin: 0cm;"><span lang="EL" style="font-size: 13.5pt;">- Μήτσε ειλικρινά δεν μπορώ να σου πω με σιγουριά. Αυτό για το οποίο είμαι σίγουρη είναι ότι σε όλη τη διάρκεια αυτού του οπτικοακουστικού ντελίριου ένιωθα να με κυριεύει ένα συναίσθημα ηδονής που όλο και μεγάλωνε. Είχε αρχίσει να καλύπτει τα πάντα, να τα σβήνει όλα γύρω μου εκτός από τον καινούργιο μου κόσμο για αρκετή ώρα. Το ένιωθα να αυξάνει με γεωμετρική πρόοδο και ακόμα και τη στιγμή που άρχισα να συνέρχομαι ήταν έντονο, μπορεί και εντονότερο. Το θέμα είναι όμως τί έγινε όταν άρχισα να αντιλαμβάνομαι τον κόσμο ξανά, μετά το τριπ.<o:p></o:p></span></div><div style="margin-bottom: .0001pt; margin: 0cm;"><span lang="EL" style="font-size: 13.5pt;">- Πες μου ότι δεν ήταν κάτι κακό τουλάχιστον. Γιατί καμιά φορα...<o:p></o:p></span></div><div style="margin-bottom: .0001pt; margin: 0cm;"><span lang="EL" style="font-size: 13.5pt;">- Το αν είναι καλό η κακό θα το κρίνεις από μόνος σου. Με το που άρχισα να καταλαβαίνω τί γίνεται ακριβώς, βρέθηκα σε μια κατάσταση χωρίς προηγούμενο για μένα. Εγώ και η Ζωή ήμασταν εκστασιασμένες στο κρεβάτι μου. Το πως είχαμε φτάσει εκεί από το σπίτι της και με ποιές ενδιάμεσες στάσεις δεν μπορώ να το ξέρω. ΄Ημασταν χωρίς ρούχα και προφανώς χωρίς αναστολές και κάναμε έρωτα συνεχόμενα, πιθανότατα για πολλές πολλές ώρες, το νιώθαμε και οι δύο στα κορμιά μας. Καταλαβαίναμε τι συμβαίνει, δε μας ένοιαζε καθόλου, είχε δημιουργηθεί μεταξύ μας μια ροή πάθους, η ηδονή μας είχε φτάσει σε επίπεδα που δεν είχαμε ξαναζήσει! Με λίγα λόγια, δεν έχω ξανα*αμηθεί έτσι σε ολόκληρη τη ζωή μου...<o:p></o:p></span></div><div style="margin-bottom: .0001pt; margin: 0cm;"><br />
</div><div style="margin-bottom: .0001pt; margin: 0cm;"><span lang="EL" style="font-size: 13.5pt;">Η Άσπα όταν έλεγε αυτή τη φράση φαινόταν να την εννοεί 100%. Με κοίταγε έντονα για να καταλάβω τα συναισθήματά της, τα χείλη της είχαν μια υποψία τρέμουλου και το χέρι της είχε σφίξει τόσο πολύ το παγωτό που κράταγε με αποτέλεσμα πράσινες σταγόνες από το φυστίκι να τρέχουν πάνω στο μανίκι της. Είχε αναστατωθεί μα παράλληλα είχε σκοτεινιάσει. Χαμογέλασα με νόημα γιατί όλη αυτή η υπόθεση κάπως με διασκέδαζε. Και της μίλησα.<o:p></o:p></span></div><div style="margin-bottom: .0001pt; margin: 0cm;"><br />
</div><div style="margin-bottom: .0001pt; margin: 0cm;"><span lang="EL" style="font-size: 13.5pt;">- Ακόμα δεν βρίσκω κάτι κακό σε όλη αυτή την υπόθεση ρε Άσπα. Ποιό είναι το θέμα; Ότι σου αρέσουν οι γυναίκες; Είσαι </span><span style="font-size: 13.5pt;">bi</span><span lang="EL" style="font-size: 13.5pt;">; Δεν βρισκω κάτι από αυτά άσχημο, ίσως να το είχες μέσα σου από πριν και να το ανακάλυψες τότε. Μπερδεύτηκες μήπως; Τί έγινε τελικά;<o:p></o:p></span></div><div style="margin-bottom: .0001pt; margin: 0cm;"><span lang="EL" style="font-size: 13.5pt;">- Ακόμα δεν ξέρω να σου απαντήσω. Ακόμα μου αρέσουν οι άντρες. Μου αρέσουν και κάποιες γυναίκες, το ομολογώ. Αλλά από εκείνη τη μέρα έγινα άντρας.<o:p></o:p></span></div><div style="margin-bottom: .0001pt; margin: 0cm;"><br />
</div><div style="margin-bottom: .0001pt; margin: 0cm;"><span lang="EL" style="font-size: 13.5pt;">Το είπε σαν το πιο φυσιολογικό πράγμα στον κόσμο. Νόμιζα πως ειρωνευότανε. Το χαμόγελό μου έγινε γέλιο. Η Άσπα δε γελούσε όμως. </span><span style="font-size: 13.5pt;">Με αντρίκια σοβαρότητα και γυναικείο αυθορμητισμό μου εξηγούσε πως ένιωθε για αυτό που της συνέβαινε.</span></div><div style="margin-bottom: .0001pt; margin: 0cm;"><br />
</div><div style="margin-bottom: .0001pt; margin: 0cm;"><span lang="EL" style="font-size: 13.5pt;">- Όχι Μήτσε, δεν κάνω πλάκα, έγινα άντρας! Από εκείνη την μέρα δεν ξανάνιωσα σα γυναίκα. Σηκώνομαι τα πρωινά και έχω πάντα την αίσθηση ότι στον καθρέφτη θα δω πιο στιβαρά μπράτσα, πιο πολλές τρίχες πάνω μου, ότι δε θα έχω στήθος, ότι θα έχω κοντά μαλλιά και γένια κάποιων ημερών. Τα πόδια μου άρχισα να τα σιχαίνομαι γιατι μου φαίνονται γυναικεία και λεπτεπίλεπτα. Τα χέρια μου επίσης. Βλέπω τις καμπύλες του σώματός μου και απογοητεύομαι. Η περιόδός μου πάντα αργεί σα να μη θέλει να έρθει. Και όταν έρθει ξενερώνω τη ζωή μου. Δεν έχω καταλάβει τι γίνεται αλλά είμαι άντρας πια.<o:p></o:p></span></div><div style="margin-bottom: .0001pt; margin: 0cm;"><br />
</div><div style="margin-bottom: .0001pt; margin: 0cm;"><span lang="EL" style="font-size: 13.5pt;">Άκουγα προσεκτικά κάθε λέξη της. Το εννοούσε και το πίστευε. Δεν είχε καμιά αμφιβολία. Ακόμα κι εγώ είχα λιγότερες πια. Προσπάθησα να τα ξεμπλέξω.<o:p></o:p></span></div><div style="margin-bottom: .0001pt; margin: 0cm;"><br />
</div><div style="margin-bottom: .0001pt; margin: 0cm;"><span lang="EL" style="font-size: 13.5pt;">- Από τότε τί έκανες, έγινε κάτι άλλο; Ξαναείδες αυτή τη Ζωή; Είχατε σχέσεις;<o:p></o:p></span></div><div style="margin-bottom: .0001pt; margin: 0cm;"><span lang="EL" style="font-size: 13.5pt;">- Με τη Ζωή χαθήκαμε. Μετά το περιστατικό αυτό ξαναδοκιμάσαμε να κάνουμε έρωτα αλλά δε μας βγήκε. Τη ρώτησα πολλές φορές για το τί ήταν αυτές οι σοκοφρέτες. Δε θυμόταν όμως τίποτα. Από τη στιγμή του τηλεφωνήματος που της έκαναν για να πάει να τις πάρει μέχρι να συνέλθουμε από το τριπ μέσα στη δικιά μας έκσταση είχε ένα τεράστιο κενό ωρών. Έψαξα να βρω ακόμα και τα περιτυλίγματα από τις σοκοφρέτες που είχαμε πετάξει πάνω στο μωβ τραπεζάκι του σαλονιού της. Ακόμα και στα σκουπίδια έψαξα, μήπως την κάνω να θυμηθεί. </span><span style="font-size: 13.5pt;">Δε βρήκα τίποτα. Σαν να μην τις φάγαμε ποτέ.<o:p></o:p></span></div><div style="margin-bottom: .0001pt; margin: 0cm;"><span lang="EL" style="font-size: 13.5pt;">- Αυτή ένιωθε μετά το ίδιο με σένα; </span><span style="font-size: 13.5pt;">Σαν άντρας;<o:p></o:p></span></div><div style="margin-bottom: .0001pt; margin: 0cm;"><span lang="EL" style="font-size: 13.5pt;">- Αυτή σα να το ξόρκισε. Εκεί που δεν τα λέγαμε για καιρό έμαθα πως βρήκε ένα γκόμενο πριν από μερικούς μήνες και συζούν ευτυχισμένοι, πάνε λέει προς γάμο. Αλλά όταν την πέτυχα μια μέρα τυχαία να φεύγει από το σπίτι κάποιου κοινού μας φίλου έκανε σαν να μην είχε συμβεί ποτέ τίποτα. Είδα μια αδιαφορία μαζί με μια μικρή εχθρικότητα απέναντί μου. Δεν κατάλαβα αν είχε ποτέ παρόμοια συναισθήματα με τα δικά μου μετά τις όποιες επαφές μας. </span><span style="font-size: 13.5pt;">Φάνηκε όμως σαν κάτι να την έτρωγε.<o:p></o:p></span></div><div style="margin-bottom: .0001pt; margin: 0cm;"><br />
</div><div style="margin-bottom: .0001pt; margin: 0cm;"><span lang="EL" style="font-size: 13.5pt;">Μετά από όλα αυτά έμεινα για λίγο σκεπτικός να την κοιτάζω. Τη φαντάστηκα σαν άντρα. Σαν ένα άντρα που τον έλεγαν Θέμη. Με μακρύ μαύρο μαλλί όπως το δικό της, έναν λιγνό άντρα ντυμένο με τζηνάκι και καρό πουκαμισάκι. Με λίγα γένια. Με διαπεραστικό βλέμμα. Όμορφο. Ωραίο τύπο ρε παιδί μου. Η Άσπα με κοίταγε κι αυτή. Μου είχε γραπώσει το χέρι με το δικό της γεμάτο λιωμένο παγωτό φυστίκι γλιστερό χέρι. Εγώ συνέχισα να βλέπω μέσα της το Θέμη. Το άλανι, τον τυπά. Κι όμως μου άρεσε. Μου άρεσε ότι ο Θέμης μου ασκούσε μια φοβερή έλξη. Όπως παλιότερα μου ασκούσε και η Άσπα με τον ίδιο τρόπο. Σαν να μη με ενδιέφερε ότι είχε μια δυνατή αντρική πλευρά πια. </span><span style="font-size: 13.5pt;">Σαν να τη γούσταρα περισσότερο τώρα.<o:p></o:p></span></div><div style="margin-bottom: .0001pt; margin: 0cm;"><br />
</div><div style="margin-bottom: .0001pt; margin: 0cm;"><span lang="EL" style="font-size: 13.5pt;">Έτσι λοιπόν έκανα πέρα ότι υπήρχε στο τραπέζι και τη φίλησα. Τη φίλησα παθιασμένα και το ίδιο παθιασμένα φίλησα και το </span><span style="font-size: 13.5pt;">alter</span><span style="font-size: 13.5pt;"> </span><span style="font-size: 13.5pt;">ego</span><span lang="EL" style="font-size: 13.5pt;"> της που έφτιαξα στο μυαλό μου, τον Θέμη. Ανταποκρίθηκαν και οι δύο εξαιρετικά. Άφησα ένα δεκάευρο στο τραπέζι και φύγαμε ήρεμοι αλλά βιαστικά. Όχι, δεν ένιωσα καθόλου να ξυπνάει μέσα μου μια γυναικεία πλευρά. Αυτή η ιστορία όμως με είχε *αυλώσει τόσο πολύ που τους ήθελα τώρα. Και το είδα στα μάτια τους, με ήθελαν κι εκείνοι. Και οι δύο.<o:p></o:p></span></div><div style="margin-bottom: .0001pt; margin: 0cm;"><br />
</div><div style="margin-bottom: .0001pt; margin: 0cm;"><span lang="EL" style="font-size: 13.5pt;">Το ραντεβού για τη δουλειά μου είχε προ πολλού περάσει και το τελευταίο που σκεφτόμουν αυτή τη στιγμή ήταν να πουλήσω χέστρες η μπιντέδες. Ποτέ δε ρώτησα ποιόν περίμενε η Άσπα όταν είχαμε βρεθεί τυχαία. Απομακρύνθηκαμε απλά προς το μετρό σαν υπνωτισμένοι ο ένας από τον άλλο, θέλοντας να πάμε κάπου κατάλληλα. Κατάλληλα για να</span><span style="font-size: 13.5pt;"> </span><span lang="EL" style="font-size: 13.5pt;">εξερευνήσουμε το πάθος μας.</span><span style="font-size: 13.5pt;"> </span><span lang="EL" style="font-size: 13.5pt;">Στο δρόμο</span><span style="font-size: 13.5pt;"> </span><span lang="EL" style="font-size: 13.5pt;">περπατούσαμε με γρήγορο βήμα και</span><span style="font-size: 13.5pt;"> </span><span lang="EL" style="font-size: 13.5pt;">δε σταματήσαμε να κρατιόμαστε χέρι χέρι πάρα μόνο μια στιγμή. Τη στιγμή που δύο πράσινες σοκοφρέτες μου έκλεισαν το μάτι από το περίπτερο. Πήγα εκεί, τις αγόρασα και έδωσα τη μία στην Άσπα.</span><span style="font-size: 13.5pt;"> </span><span lang="EL" style="font-size: 13.5pt;"><o:p></o:p></span></div><div style="margin-bottom: .0001pt; margin: 0cm;"><span lang="EL" style="font-size: 13.5pt;">Τις φάγαμε βουλιμικά, δώσαμε ένα καυτό σοκοφρετένιο φιλί και μπήκαμε στο μετρό σα σίφουνες.<o:p></o:p></span></div><div style="margin-bottom: .0001pt; margin: 0cm;"><br />
</div><div align="center" style="margin-bottom: .0001pt; margin: 0cm; text-align: center;"><span lang="EL" style="font-size: 13.5pt;">ΤΕΛΟΣ<o:p></o:p></span></div>Unknownnoreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-8748825903348470846.post-81551341973966209102012-01-05T21:50:00.000+02:002012-01-05T21:50:18.121+02:00Και τα δυο, με σοκοφρέτα (μέρος τέταρτο και τελικό...)<div style="margin-bottom: .0001pt; margin: 0cm;"><span lang="EL" style="font-size: 13.5pt;"><i style="font-size: medium;">Εν αρχή ήταν το <a href="http://vardoulix.blogspot.com/2011/12/blog-post.html" target="_blank">part1</a>. Μετά ήταν το <a href="http://vardoulix.blogspot.com/2012/01/blog-post.html" target="_blank">part2</a>. Μετά έσκασε το <a href="http://vardoulix.blogspot.com/2012/01/blog-post_03.html" target="_blank">part3</a>. Και σήμερα τελειώνω το διήγημα "Και τα δυο, με σοκοφρέτα" με το τέταρτο μέρος. Απολαύστε το. Και αύριο θα το ποστάρω όλο μαζί να το βλέπετε σαν κατεβατό, να το βλέπουμε όλοι, να γουστάρουμε. Φιλούμπες...</i></span></div><div style="margin-bottom: .0001pt; margin: 0cm;"><span lang="EL" style="font-size: 13.5pt;"><i style="font-size: medium;"><br />
</i></span></div><div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"><a href="http://2.bp.blogspot.com/-IX34a0BjCrU/TwX-ZSNiMhI/AAAAAAAAALI/9cwj-YaKT_g/s1600/sokofretes.JPG" imageanchor="1" style="clear: left; float: left; margin-bottom: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" height="169" src="http://2.bp.blogspot.com/-IX34a0BjCrU/TwX-ZSNiMhI/AAAAAAAAALI/9cwj-YaKT_g/s200/sokofretes.JPG" width="200" /></a></div><div style="margin-bottom: .0001pt; margin: 0cm;"><span style="font-size: 13.5pt;">Η Άσπα με κοιτούσε και με αντρίκια σοβαρότητα και γυναικείο αυθορμητισμό μου εξηγούσε πως ένιωθε για αυτό που της συνέβαινε.</span></div><div style="margin-bottom: .0001pt; margin: 0cm;"><br />
</div><div style="margin-bottom: .0001pt; margin: 0cm;"><span lang="EL" style="font-size: 13.5pt;">- Όχι Μήτσε, δεν κάνω πλάκα, έγινα άντρας! Από εκείνη την μέρα δεν ξανάνιωσα σα γυναίκα. Σηκώνομαι τα πρωινά και έχω πάντα την αίσθηση ότι στον καθρέφτη θα δω πιο στιβαρά μπράτσα, πιο πολλές τρίχες πάνω μου, ότι δε θα δω στήθος, ότι θα έχω κοντά μαλλιά και γένια κάποιων ημερών. Τα πόδια μου άρχισα να τα σιχαίνομαι γιατι μου φαίνονται γυναικεία και λεπτεπίλεπτα. Τα χέρια μου επίσης. Βλέπω τις καμπύλες του σώματός μου και απογοητεύομαι. Η περιόδός μου πάντα αργεί σα να μη θέλει να έρθει. Και όταν έρθει ξενερώνω τη ζωή μου. Δεν έχω καταλάβει τι γίνεται αλλά είμαι άντρας πια.<o:p></o:p></span></div><div style="margin-bottom: .0001pt; margin: 0cm;"><br />
</div><div style="margin-bottom: .0001pt; margin: 0cm;"><span lang="EL" style="font-size: 13.5pt;">Άκουγα προσεκτικά κάθε λέξη της. Το εννοούσε και το πίστευε. Δεν είχε καμιά αμφιβολία. Ακόμα κι εγώ είχα λιγότερες πια. Προσπάθησα να τα ξεμπλέξω.<o:p></o:p></span></div><div style="margin-bottom: .0001pt; margin: 0cm;"><br />
</div><div style="margin-bottom: .0001pt; margin: 0cm;"><span lang="EL" style="font-size: 13.5pt;">- Από τότε τί έκανες, έγινε κάτι άλλο; Ξαναείδες αυτή τη Ζωή; Είχατε σχέσεις;<o:p></o:p></span></div><div style="margin-bottom: .0001pt; margin: 0cm;"><span lang="EL" style="font-size: 13.5pt;">- Με τη Ζωή χαθήκαμε. Μετά το περιστατικό αυτό ξαναδοκιμάσαμε να κάνουμε έρωτα αλλά δε μας βγήκε. Τη ρώτησα πολλές φορές για το τί ήταν αυτές οι σοκοφρέτες. Δε θυμόταν όμως τίποτα. Από τη στιγμή του τηλεφωνήματος που της έκαναν για να πάει να τις πάρει μέχρι να συνέλθουμε από το τριπ μέσα στη δικιά μας έκσταση είχε ένα τεράστιο κενό ωρών. Έψαξα να βρω ακόμα και τα περιτυλίγματα από τις σοκοφρέτες που είχαμε πετάξει πάνω στο μωβ τραπεζάκι του σαλονιού της. Ακόμα και στα σκουπίδια έψαξα, μήπως την κάνω να θυμηθεί. </span><span style="font-size: 13.5pt;">Δε βρήκα τίποτα. Σαν να μην τις φάγαμε ποτέ.<o:p></o:p></span></div><div style="margin-bottom: .0001pt; margin: 0cm;"><span lang="EL" style="font-size: 13.5pt;">- Αυτή ένιωθε μετά το ίδιο με σένα; </span><span style="font-size: 13.5pt;">Σαν άντρας;<o:p></o:p></span></div><div style="margin-bottom: .0001pt; margin: 0cm;"><span lang="EL" style="font-size: 13.5pt;">- Αυτή σα να το ξόρκισε. Εκεί που δεν τα λέγαμε για καιρό έμαθα πως βρήκε ένα γκόμενο πριν από μερικούς μήνες και συζούν ευτυχισμένοι, πάνε λέει προς γάμο. Αλλά όταν την πέτυχα μια μέρα τυχαία να φεύγει από το σπίτι κάποιου κοινού μας φίλου έκανε σαν να μην είχε συμβεί ποτέ τίποτα. Είδα μια αδιαφορία μαζί με μια μικρή εχθρικότητα απέναντί μου. Δεν κατάλαβα αν είχε ποτέ παρόμοια συναισθήματα με τα δικά μου μετά τις όποιες επαφές μας. </span><span style="font-size: 13.5pt;">Φάνηκε όμως σαν κάτι να την έτρωγε.<o:p></o:p></span></div><div style="margin-bottom: .0001pt; margin: 0cm;"><br />
</div><div style="margin-bottom: .0001pt; margin: 0cm;"><span lang="EL" style="font-size: 13.5pt;">Μετά από όλα αυτά έμεινα για λίγο σκεπτικός να την κοιτάζω. Τη φαντάστηκα σαν άντρα. Σαν ένα άντρα που τον έλεγαν Θέμη. Με μακρύ μαύρο μαλλί όπως το δικό της, έναν λιγνό άντρα ντυμένο με τζηνάκι και καρό πουκαμισάκι. Με λίγα γένια. Με διαπεραστικό βλέμμα. Όμορφο. Ωραίο τύπο ρε παιδί μου. Η Άσπα με κοίταγε κι αυτή. Μου είχε γραπώσει το χέρι με το δικό της γεμάτο λιωμένο παγωτό φυστίκι γλιστερό χέρι. Εγώ συνέχισα να βλέπω μέσα της το Θέμη. Το άλανι, τον τυπά. Κι όμως μου άρεσε. Μου άρεσε ότι ο Θέμης μου ασκούσε μια φοβερή έλξη. Όπως παλιότερα μου ασκούσε και η Άσπα με τον ίδιο τρόπο. Σαν να μη με ενδιέφερε ότι είχε μια δυνατή αντρική πλευρά πια. </span><span style="font-size: 13.5pt;">Σαν να τη γούσταρα περισσότερο τώρα.<o:p></o:p></span></div><div style="margin-bottom: .0001pt; margin: 0cm;"><br />
</div><div style="margin-bottom: .0001pt; margin: 0cm;"><span lang="EL" style="font-size: 13.5pt;">Έτσι λοιπόν έκανα πέρα ότι υπήρχε στο τραπέζι και τη φίλησα. Τη φίλησα παθιασμένα και το ίδιο παθιασμένα φίλησα και το </span><span style="font-size: 13.5pt;">alter</span><span style="font-size: 13.5pt;"> </span><span style="font-size: 13.5pt;">ego</span><span lang="EL" style="font-size: 13.5pt;"> της που έφτιαξα στο μυαλό μου, τον Θέμη. Ανταποκρίθηκαν και οι δύο εξαιρετικά. Άφησα ένα δεκάευρο στο τραπέζι και φύγαμε ήρεμοι αλλά βιαστικά. Όχι, δεν ένιωσα καθόλου να ξυπνάει μέσα μου μια γυναικεία πλευρά. Αυτή η ιστορία όμως με είχε *αυλώσει τόσο πολύ που τους ήθελα τώρα. Και το είδα στα μάτια τους, με ήθελαν κι εκείνοι. Και οι δύο.<o:p></o:p></span></div><div style="margin-bottom: .0001pt; margin: 0cm;"><br />
</div><div style="margin-bottom: .0001pt; margin: 0cm;"><span lang="EL" style="font-size: 13.5pt;">Το ραντεβού για τη δουλειά μου είχε προ πολλού περάσει και το τελευταίο που σκεφτόμουν αυτή τη στιγμή ήταν να πουλήσω χέστρες η μπιντέδες. Ποτέ δε ρώτησα ποιόν περίμενε η Άσπα όταν είχαμε βρεθεί τυχαία. Απομακρύνθηκαμε απλά προς το μετρό σαν υπνωτισμένοι ο ένας από τον άλλο, θέλοντας να πάμε κάπου κατάλληλα. Κατάλληλα για να</span><span style="font-size: 13.5pt;"> </span><span lang="EL" style="font-size: 13.5pt;">εξερευνήσουμε το πάθος μας.</span><span style="font-size: 13.5pt;"> </span><span lang="EL" style="font-size: 13.5pt;">Στο δρόμο</span><span style="font-size: 13.5pt;"> </span><span lang="EL" style="font-size: 13.5pt;">περπατούσαμε με γρήγορο βήμα και</span><span style="font-size: 13.5pt;"> </span><span lang="EL" style="font-size: 13.5pt;">δε σταματήσαμε να κρατιόμαστε χέρι χέρι πάρα μόνο μια στιγμή. Τη στιγμή που δύο πράσινες σοκοφρέτες μου έκλεισαν το μάτι από το περίπτερο. Πήγα εκεί, τις αγόρασα και έδωσα τη μία στην Άσπα.</span><span style="font-size: 13.5pt;"> </span><span lang="EL" style="font-size: 13.5pt;"><o:p></o:p></span></div><div style="margin-bottom: .0001pt; margin: 0cm;"><span lang="EL" style="font-size: 13.5pt;">Τις φάγαμε βουλιμικά, δώσαμε ένα καυτό σοκοφρετένιο φιλί και μπήκαμε στο μετρό σα σίφουνες.<o:p></o:p></span></div><div style="margin-bottom: .0001pt; margin: 0cm;"><br />
</div><div align="center" style="margin-bottom: .0001pt; margin: 0cm; text-align: center;"><span lang="EL" style="font-size: 13.5pt;">ΤΕΛΟΣ<o:p></o:p></span></div>Unknownnoreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-8748825903348470846.post-12280925064363642682012-01-03T20:59:00.000+02:002012-01-03T20:59:49.257+02:00Και τα δυο, με σοκοφρέτα (μέρος τρίτο)<i>Αλάνια σήμερα είναι μεγάλη μέρα. Τσακώστε το τρίτο μέρος του "Και τα δυο, με σοκοφρέτα" μετά το <a href="http://vardoulix.blogspot.com/2011/12/blog-post.html" target="_blank">part1</a> και το <a href="http://vardoulix.blogspot.com/2012/01/blog-post.html" target="_blank">part2</a>. Και για να μην ξεχνιόμαστε <b>σήμερα Τρίτη στις 22:00</b> ακούστε στον <a href="http://www.giafkanet.com/">www.giafkanet.com</a> το πρώτο και καταστροφολογικό <b>FLOWER POWER</b> του έτους 2012 με τον <b>Vardoulix και τον Chris Adam</b>.</i><div><i><br />
</i><div><div><div><div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"><a href="http://3.bp.blogspot.com/-PX216cPu4e8/TwNPzabhcNI/AAAAAAAAAK8/ufpidgnEFKY/s1600/sokofretes.JPG" imageanchor="1" style="clear: left; float: left; margin-bottom: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" height="169" src="http://3.bp.blogspot.com/-PX216cPu4e8/TwNPzabhcNI/AAAAAAAAAK8/ufpidgnEFKY/s200/sokofretes.JPG" width="200" /></a></div><div style="margin-bottom: .0001pt; margin: 0cm;"><span style="font-size: 13.5pt;">Η Άσπα πήρε μια βαθιά ανάσα για να περιγράψει το γαϊτανάκι που ακολούθησε.</span></div><div style="margin-bottom: .0001pt; margin: 0cm;"><br />
</div><div style="margin-bottom: .0001pt; margin: 0cm;"><span lang="EL" style="font-size: 13.5pt;">- Εκείνο το βράδυ θυμάμαι ελάχιστες στιγμές. Τρίπαρα για αρκετές ώρες, περπάτησα σε βουνά καλυμμένα με πράσινο χιόνι, είδα μεγάλες πινακίδες φτιαγμένες από καουτσούκ να γράφουν "Λεφτά υπάρχουν", έφαγα γουρουνοπούλα σε ύπουλες στοές της Αθήνας μαζί με αρουραίους με ανθρωπόμορφα χαρακτηριστικά, είδα τον Ανέστη Βλάχο να οδηγεί στο πεδίο της μάχης έναν στρατό από ρακούν, συζήτησα με τέσσερα όντα από τον μακρινό δορυφόρο του Δία, τον Γανυμήδη, που έμοιαζαν στη φάτσα με ελάφια και ήταν τόσο αλτικά όσο ο Σεργκέι Μπούμκα.<o:p></o:p></span></div><div style="margin-bottom: .0001pt; margin: 0cm;"><span lang="EL" style="font-size: 13.5pt;">- Τριπάκια μέσα στη σοκοφρέτα; Έξυπνο! Γάτα η Ζωή...<o:p></o:p></span></div><div style="margin-bottom: .0001pt; margin: 0cm;"><span lang="EL" style="font-size: 13.5pt;">- Μήτσε ειλικρινά δεν μπορώ να σου πω με σιγουριά. Αυτό για το οποίο είμαι σίγουρη είναι ότι σε όλη τη διάρκεια αυτού του οπτικοακουστικού ντελίριου ένιωθα να με κυριεύει ένα συναίσθημα ηδονής που όλο και μεγάλωνε. Είχε αρχίσει να καλύπτει τα πάντα, να τα σβήνει όλα γύρω μου εκτός από τον καινούργιο μου κόσμο για αρκετή ώρα. Το ένιωθα να αυξάνει με γεωμετρική πρόοδο και ακόμα και τη στιγμή που άρχισα να συνέρχομαι ήταν έντονο, μπορεί και εντονότερο. Το θέμα είναι όμως τί έγινε όταν άρχισα να αντιλαμβάνομαι τον κόσμο ξανά, μετά το τριπ.<o:p></o:p></span></div><div style="margin-bottom: .0001pt; margin: 0cm;"><span lang="EL" style="font-size: 13.5pt;">- Πες μου ότι δεν ήταν κάτι κακό τουλάχιστον. Γιατί καμιά φορα...<o:p></o:p></span></div><div style="margin-bottom: .0001pt; margin: 0cm;"><span lang="EL" style="font-size: 13.5pt;">- Το αν είναι καλό η κακό θα το κρίνεις από μόνος σου. Με το που άρχισα να καταλαβαίνω τί γίνεται ακριβώς, βρέθηκα σε μια κατάσταση χωρίς προηγούμενο για μένα. Εγώ και η Ζωή ήμασταν εκστασιασμένες στο κρεβάτι μου. Το πως είχαμε φτάσει εκεί από το σπίτι της και με ποιές ενδιάμεσες στάσεις δεν μπορώ να το ξέρω. ΄Ημασταν χωρίς ρούχα και προφανώς χωρίς αναστολές και κάναμε έρωτα συνεχόμενα, πιθανότατα για πολλές πολλές ώρες, το νιώθαμε και οι δύο στα κορμιά μας. Καταλαβαίναμε τι συμβαίνει, δε μας ένοιαζε καθόλου, είχε δημιουργηθεί μεταξύ μας μια ροή πάθους, η ηδονή μας είχε φτάσει σε επίπεδα που δεν είχαμε ξαναζήσει! Με λίγα λόγια, δεν έχω ξανα*αμηθεί έτσι σε ολόκληρη τη ζωή μου...<o:p></o:p></span></div><div style="margin-bottom: .0001pt; margin: 0cm;"><br />
</div><div style="margin-bottom: .0001pt; margin: 0cm;"><span lang="EL" style="font-size: 13.5pt;">Η Άσπα όταν έλεγε αυτή τη φράση φαινόταν να την εννοεί 100%. Με κοίταγε έντονα για να καταλάβω τα συναισθήματά της, τα χείλη της είχαν μια υποψία τρέμουλου και το χέρι της είχε σφίξει τόσο πολύ το παγωτό που κράταγε με αποτέλεσμα πράσινες σταγόνες από το φυστίκι να τρέχουν πάνω στο μανίκι της. Είχε αναστατωθεί μα παράλληλα είχε σκοτεινιάσει. Χαμογέλασα με νόημα γιατί όλη αυτή η υπόθεση κάπως με διασκέδαζε. Και της μίλησα.<o:p></o:p></span></div><div style="margin-bottom: .0001pt; margin: 0cm;"><br />
</div><div style="margin-bottom: .0001pt; margin: 0cm;"><span lang="EL" style="font-size: 13.5pt;">- Ακόμα δεν βρίσκω κάτι κακό σε όλη αυτή την υπόθεση ρε Άσπα. Ποιό είναι το θέμα; Ότι σου αρέσουν οι γυναίκες; Είσαι </span><span style="font-size: 13.5pt;">bi</span><span lang="EL" style="font-size: 13.5pt;">; Δεν βρισκω κάτι από αυτά άσχημο, ίσως να το είχες μέσα σου από πριν και να το ανακάλυψες τότε. Μπερδεύτηκες μήπως; Τί έγινε τελικά;<o:p></o:p></span></div><div style="margin-bottom: .0001pt; margin: 0cm;"><span lang="EL" style="font-size: 13.5pt;">- Ακόμα δεν ξέρω να σου απαντήσω. Ακόμα μου αρέσουν οι άντρες. Μου αρέσουν και κάποιες γυναίκες, το ομολογώ. Αλλά από εκείνη τη μέρα έγινα άντρας.<o:p></o:p></span></div><div style="margin-bottom: .0001pt; margin: 0cm;"><br />
</div><div style="margin-bottom: .0001pt; margin: 0cm;"><span lang="EL" style="font-size: 13.5pt;">Το είπε σαν το πιο φυσιολογικό πράγμα στον κόσμο. Νόμιζα πως ειρωνευότανε. Το χαμόγελό μου έγινε γέλιο. Η Άσπα δε γελούσε όμως...<o:p></o:p></span></div></div></div></div></div>Unknownnoreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-8748825903348470846.post-48554341853483985572012-01-01T16:05:00.000+02:002012-01-01T16:05:55.073+02:00Και τα δυο, με σοκοφρέτα (μέρος δεύτερο)<i>Καλή χρονιά μόρτες και μόρτισσες. Πάρτε με μανία και το δεύτερο από τα τέσσερα μέρη του διηγήματός <a href="http://vardoulix.blogspot.com/2011/12/blog-post.html" target="_blank">"Και τα δυο, με σοκοφρέτα"</a>. Θέλω αγωνία και λαχτάρα...</i><br />
<i><span style="font-size: x-small;"><br />
</span></i><br />
<div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"><a href="http://1.bp.blogspot.com/-7vMiY8-0ft0/Tv0FfoQMS_I/AAAAAAAAAKk/BMaj5OeK50M/s1600/sokofretes.JPG" imageanchor="1" style="clear: left; float: left; margin-bottom: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" height="169" src="http://1.bp.blogspot.com/-7vMiY8-0ft0/Tv0FfoQMS_I/AAAAAAAAAKk/BMaj5OeK50M/s200/sokofretes.JPG" width="200" /></a></div><br />
<div style="margin-bottom: .0001pt; margin: 0cm;"><span lang="EL" style="font-size: 13.5pt;">Η Άσπα λέγοντας αυτή την απλή φράση, την γεμάτη σοκολάτα και φουντούκι, έκανε τους σιελογόνους αδένες μου να δουλέψουν υπερωρίες. Παράλληλα γέμισα απορίες...<o:p></o:p></span></div><div style="margin-bottom: .0001pt; margin: 0cm;"><br />
</div><div style="margin-bottom: .0001pt; margin: 0cm;"><span lang="EL" style="font-size: 13.5pt;">- Και πώς ξεκίνησε αυτό; Πού τη βρήκες; Πού σε βρήκε;<o:p></o:p></span></div><div style="margin-bottom: .0001pt; margin: 0cm;"><span lang="EL" style="font-size: 13.5pt;">- Η Ζωή ήταν γειτόνισσα μου καιρό όταν έμενα σε ένα μικρό ημιυπόγειο στην Νέα Ιωνία. Φοιτήτρια στο Χημικό εγώ ακόμα, τα έβγαζα και τότε δύσκολα πέρα, τα ίδια και η Ζωή. Δεν ήταν φοιτήτρια δηλαδή αλλά δυσκολευόταν κι αυτή, έκανε πολλές και σύντομες δουλειές και δεν έβλεπε φως. Έτσι, όταν αρχίσαμε να κάνουμε παρέα, είχαμε πράγματα που μας ένωναν. Συνεχώς βρίσκαμε κοινά σημεία. </span><span style="font-size: 13.5pt;"> </span><span lang="EL" style="font-size: 13.5pt;">Κι αυτή πέρασε τη </span><span style="font-size: 13.5pt;">goth</span><span lang="EL" style="font-size: 13.5pt;"> φάση της πιο μικρή, κι αυτή αντέγραψε στις πανελλήνιες, κι αυτή τα είχε σπάσει με την οικογένειά της, κι αυτή είχε δυσκολίες. Και άλλο ένα κοινό. Δεν την είχα δει ποτέ να κυκλοφορεί με άντρα. Λίγους φίλους ναι. Αλλά όχι γκόμενο. Όπως κι αυτή δεν είχε δει ποτέ εμένα.<o:p></o:p></span></div><div style="margin-bottom: .0001pt; margin: 0cm;"><span lang="EL" style="font-size: 13.5pt;">- Η σοκοφρέτα που ήρθε όμως; Τί καινούργιο έφερε;<o:p></o:p></span></div><div style="margin-bottom: .0001pt; margin: 0cm;"><span lang="EL" style="font-size: 13.5pt;">- Βιάζεσαι Μήτσε, θα μάθεις. Ήταν ένα βαρετό απογευματάκι που καθόμασταν στο σπίτι της και παίζαμε μπιρίμπα. Σαν κάτι θείτσες στην εμμηνόπαυση. Κάποια στιγμή χτύπησε το τηλέφωνο και η Ζωή πετάχτηκε σαν ελατήριο. Ήταν κάποιος τύπος λέει που της είχε φέρει ένα δώρο και έπρεπε να πεταχτεί δυο τετράγωνα πιο κάτω να το παραλάβει. Απόρησα με τη μυστικότητα αλλά δεν είπα τίποτα. Μου είπε απλά να την περιμένω εκεί και τα μάτια της πέταγαν σπίθες. Και είχε κι ένα χαμόγελο περίεργο. Της είπα κι εγώ </span><span style="font-size: 13.5pt;">ok</span><span lang="EL" style="font-size: 13.5pt;"> κι έφυγε βιαστικά. Γύρισα λοιπόν την μπιρίμπα σε πασιέντζα. Έριξα πέντε φορές μέχρι να γυρίσει, μου βγήκε μόνο η μία, ήπια και μια μπύρα από το σχεδόν άδειο ψυγείο της και η Ζωή επέστρεψε εντυπωσιακά! Γελώντας και κρατώντας δυο σοκοφρέτες!<o:p></o:p></span></div><div style="margin-bottom: .0001pt; margin: 0cm;"><span lang="EL" style="font-size: 13.5pt;">- Καλά σοβαρολογείς τώρα; Τί σκατά δώρο είναι μια σοκοφρέτα; Κανένα παιδάκι τις της έδωσε; Μου φαίνεται παράλογο...<o:p></o:p></span></div><div style="margin-bottom: .0001pt; margin: 0cm;"><span lang="EL" style="font-size: 13.5pt;">- Στο είπα ότι έτσι θα φανεί. Εγώ έμεινα κόκκαλο κοιτώντας την και πιστεύοντας ότι είχε βαρέσει μπιέλα. "Η μία είναι για σένα", μου είπε. "Παρακάλεσα να μου δώσουν και δεύτερη." Εκεί σιγουρεύτηκα. Είχε αποτρελαθεί. Αλλά δεν ήξερα τί θα επακολουθήσει.<o:p></o:p></span></div><div style="margin-bottom: .0001pt; margin: 0cm;"><span lang="EL" style="font-size: 13.5pt;">- Εγώ στη θέση σου θα είχα πάρει ψυχίατρο στο καπάκι. Για λέγε όμως. Πού κατέληξε αυτό;<o:p></o:p></span></div><div style="margin-bottom: .0001pt; margin: 0cm;"><span lang="EL" style="font-size: 13.5pt;">- Όπως καταλαβαίνεις είχα σαστίσει αλλά με είχε πιάσει νευρικό γέλιο που περίμενα μία ολόκληρη ώρα για μια σοκοφρέτα. Όταν μου την έδωσε ήταν τόσο χαρούμενη που της έκανα την χάρη και την έφαγα με λαχτάρα, όπως ακριβώς έφαγε κι αυτή τη δική της, φτύνοντας που και που μικρά κομματάκια από το γέλιο που ρίχναμε. Και αυτό ήταν.<o:p></o:p></span></div><div style="margin-bottom: .0001pt; margin: 0cm;"><span lang="EL" style="font-size: 13.5pt;">- Τί ήταν δηλαδή αυτό; Τις φάγατε και τέλος; Που είναι το περίεργο;<o:p></o:p></span></div><div style="margin-bottom: .0001pt; margin: 0cm;"><span lang="EL" style="font-size: 13.5pt;">- Αυτό ήταν η αρχή εννοώ...<o:p></o:p></span></div>Unknownnoreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-8748825903348470846.post-62258938309108471052011-12-30T02:31:00.000+02:002011-12-30T02:31:27.843+02:00Και τα δυο, με σοκοφρέτα (μέρος πρώτο)<i>Χρησιμοποιώντας τη γνωστή διαφημιστική ατάκα δίνω τίτλο στο διηγηματάκι μου. Τέσσερα τα μέρη, θα τα βάνω ένα ένα μπας και έχετε και αγωνία. Enjoy το πρώτο μέρος.</i><br />
<i><span style="font-size: x-small;"><br />
</span></i><br />
<div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"><a href="http://1.bp.blogspot.com/-7vMiY8-0ft0/Tv0FfoQMS_I/AAAAAAAAAKk/BMaj5OeK50M/s1600/sokofretes.JPG" imageanchor="1" style="clear: left; float: left; margin-bottom: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" height="169" src="http://1.bp.blogspot.com/-7vMiY8-0ft0/Tv0FfoQMS_I/AAAAAAAAAKk/BMaj5OeK50M/s200/sokofretes.JPG" width="200" /></a></div><span style="font-size: 13.5pt;">Την πέτυχα δίπλα στον Άγιο Αντώνη στο Περιστέρι. Ψηλή, ξερακιανή, μελαχρινή, με μαύρα μάτια σαν δυο μικρές μπίλιες φτιαγμένες από σκοτάδι. Στο δεξί της χέρι μου τράβηξε την προσοχή ένα μικρό κόκκινο δαχτυλιδάκι που ίσα ίσα χώραγε στο μικρό της δάχτυλο. Τότε μου έφυγαν οι αμφιβολίες. Πήγα και της μίλησα κατευθείαν.</span><br />
<div style="margin-bottom: .0001pt; margin: 0cm;"><br />
</div><div style="margin-bottom: 0.0001pt; margin-left: 0cm; margin-right: 0cm; margin-top: 0cm;"><span lang="EL" style="font-size: 13.5pt;">- Καλησπέρα! Είμαι ο Δημήτρης. Με θυμάσαι έτσι;<o:p></o:p></span></div><div style="margin-bottom: 0.0001pt; margin-left: 0cm; margin-right: 0cm; margin-top: 0cm;"><span lang="EL" style="font-size: 13.5pt;">- Εγώ είμαι η Άσπα. Σε γνωρίζω; Κάτι γνώριμο έχεις...<o:p></o:p></span></div><div style="margin-bottom: .0001pt; margin: 0cm;"><br />
</div><div style="margin-bottom: 0.0001pt; margin-left: 0cm; margin-right: 0cm; margin-top: 0cm;"><span lang="EL" style="font-size: 13.5pt;">Οι δυο μικρές σκοτεινές μπίλιες άστραψαν και με περιεργάστηκαν για να με ανασύρουν από το βυθό των αναμνήσεων της Άσπας. Εγώ συνέχισα.<o:p></o:p></span></div><div style="margin-bottom: .0001pt; margin: 0cm;"><br />
</div><div style="margin-bottom: 0.0001pt; margin-left: 0cm; margin-right: 0cm; margin-top: 0cm;"><span lang="EL" style="font-size: 13.5pt;">- Φυσικά και με γνωρίζεις. Στο Λύκειο. Στο Α3, στο Β3, στο Γ3, θετική κατεύθυνση. Μπορώ να λέω ότι είμαι ένας από τους λόγους που πέρασες στο πανεπιστήμιο.<o:p></o:p></span></div><div style="margin-bottom: .0001pt; margin: 0cm;"><br />
</div><div style="margin-bottom: 0.0001pt; margin-left: 0cm; margin-right: 0cm; margin-top: 0cm;"><span lang="EL" style="font-size: 13.5pt;">Η Άσπα είχε αντιγράψει από μένα σε δύο μαθήματα στις πανελλήνιες. Και, με τις ευλογίες μου, πέρασε. Είχε πάει σχεδόν όσο καλά όσο κι εγώ. Τότε ένιωθα πολύ περήφανος. Την γούσταρα και λιγάκι να πω την αλήθεια. Κάναμε παρέα ένα μικρό περίεργο διάστημα. Μετά ξαφνικά σιωπή. Χαθήκαμε εντελώς.<o:p></o:p></span></div><div style="margin-bottom: .0001pt; margin: 0cm;"><br />
</div><div style="margin-bottom: 0.0001pt; margin-left: 0cm; margin-right: 0cm; margin-top: 0cm;"><span lang="EL" style="font-size: 13.5pt;">- Όχι μη μου πεις... Μήτσε άλλαξες τόσο πολύ! Πού είναι η μαλλούρα σου ρε πρώην μέταλλο; Πού πήγε η μπυροκοιλία και τα κολλητά τζην σου;<o:p></o:p></span></div><div style="margin-bottom: 0.0001pt; margin-left: 0cm; margin-right: 0cm; margin-top: 0cm;"><span lang="EL" style="font-size: 13.5pt;">- Τα κολλητά τζην σκίστηκαν, η μπυροκοιλιά εξαφανίστηκε σε κάποια φάση αφασίας και το μαλλί είναι εύκολο να συμπεράνεις πως έφυγε. Τα έκοψα για να πάω σ'αυτό το πράγμα που σε κάνει άντρα...<o:p></o:p></span></div><div style="margin-bottom: 0.0001pt; margin-left: 0cm; margin-right: 0cm; margin-top: 0cm;"><span lang="EL" style="font-size: 13.5pt;">- Α κατάλαβα, στρατός. Ευτυχώς πέρασε όμως, έτσι; Πώς περνάς λοιπόν; Την παλεύεις στη ζωή σου;<o:p></o:p></span></div><div style="margin-bottom: 0.0001pt; margin-left: 0cm; margin-right: 0cm; margin-top: 0cm;"><span lang="EL" style="font-size: 13.5pt;">- Θα έλεγα πως ναι. Έχω τα πάνω και τα κάτω μου. Αλλά την παλεύω. Εσύ;<o:p></o:p></span></div><div style="margin-bottom: 0.0001pt; margin-left: 0cm; margin-right: 0cm; margin-top: 0cm;"><span lang="EL" style="font-size: 13.5pt;">- Θα έλεγα πως όχι. Τουλάχιστον όχι τον τελευταίο ενάμιση χρόνο.<o:p></o:p></span></div><div style="margin-bottom: .0001pt; margin: 0cm;"><br />
</div><div style="margin-bottom: 0.0001pt; margin-left: 0cm; margin-right: 0cm; margin-top: 0cm;"><span lang="EL" style="font-size: 13.5pt;">Το βλέμμα της χαμήλωσε και με γέμισε ερωτηματικά. Πέρασαν διάφορα από το μυαλό μου αλλά δεν θα μπορούσα να συμπεράνω τι συμβαίνει. Ήθελα να μιλήσω μαζί της περισσότερο.<o:p></o:p></span></div><div style="margin-bottom: .0001pt; margin: 0cm;"><br />
</div><div style="margin-bottom: 0.0001pt; margin-left: 0cm; margin-right: 0cm; margin-top: 0cm;"><span lang="EL" style="font-size: 13.5pt;">- Θες να αράξεις να τα πούμε; Εγώ έχω μια δουλειά εδώ κοντά αλλά είναι σε κανένα δίωρο. Θα γελάσεις με τη δουλειά αλλά είμαι πωλητής ειδών υγιεινής. Χέστρες και τέτοια. Μιλάμε για τρελή αδρεναλίνη...<o:p></o:p></span></div><div style="margin-bottom: .0001pt; margin: 0cm;"><br />
</div><div style="margin-bottom: 0.0001pt; margin-left: 0cm; margin-right: 0cm; margin-top: 0cm;"><span lang="EL" style="font-size: 13.5pt;">Η Άσπα ελάφρυνε και γέλασε λίγο με τον αυτοσαρκασμό μου.<o:p></o:p></span></div><div style="margin-bottom: .0001pt; margin: 0cm;"><br />
</div><div style="margin-bottom: 0.0001pt; margin-left: 0cm; margin-right: 0cm; margin-top: 0cm;"><span lang="EL" style="font-size: 13.5pt;">- Εντάξει πάμε! Κανονικά θα έπρεπε να περίμενω κάποιον για λίγο ακόμα αλλά δε θέλω να τον δω. Ένα μήνυμα και φύγαμε.<o:p></o:p></span></div><div style="margin-bottom: .0001pt; margin: 0cm;"><br />
</div><div style="margin-bottom: 0.0001pt; margin-left: 0cm; margin-right: 0cm; margin-top: 0cm;"><span lang="EL" style="font-size: 13.5pt;">Έστειλε το μήνυμά της στον άγνωστο για μένα παραλήπτη και έτσι φύγαμε.<o:p></o:p></span></div><div style="margin-bottom: .0001pt; margin: 0cm;"><span lang="EL" style="font-size: 13.5pt;">Περπατήσαμε οι δυο μας για κανένα δεκάλεπτο για να καταλήξουμε σε ένα μικρό μαγαζί με παγωτά. Παγωτά δεν τρώω. Το μαγαζάκι όμως το γούσταρα. Ήταν μικρό και μπλε. Σκέτη ναυτία.<o:p></o:p></span></div><div style="margin-bottom: .0001pt; margin: 0cm;"><br />
</div><div style="margin-bottom: .0001pt; margin: 0cm;"><span lang="EL" style="font-size: 13.5pt;">Η Άσπα αφού ανίχνευσε γρήγορα το χώρο πήγε και έκατσε στο βάθος, στην πιο χωμένη γωνία του. Απέναντί της έκατσα κι εγώ. Ήρθε ένας σερβιτόρος που ήταν κοντός σαν στρουμφάκι και του παρήγγειλα έναν φραπέ σκέτο. Η Άσπα πήρε ένα παγωτό φυστίκι. Ήρθε η ώρα να μάθω κι εγώ τι της συνέβαινε. Ξεκίνησα με δηλώσεις αλλά μπήκα κατευείαν στο ψητό.<o:p></o:p></span></div><div style="margin-bottom: 0.0001pt; margin-left: 0cm; margin-right: 0cm; margin-top: 0cm;"><br />
</div><div style="margin-bottom: 0.0001pt; margin-left: 0cm; margin-right: 0cm; margin-top: 0cm;"><span lang="EL" style="font-size: 13.5pt;">- Άσπα ειλικρινά, είσαι το τελευταίο άτομο που φαινόταν ότι στη ζωή του θα είχε αδιέξοδα. Για πες μου λοιπόν... τί συμβαίνει και σε στρίμωξε τόσο;<o:p></o:p></span></div><div style="margin-bottom: 0.0001pt; margin-left: 0cm; margin-right: 0cm; margin-top: 0cm;"><span lang="EL" style="font-size: 13.5pt;">- Είναι περίεργο Δημήτρη. Τόσο περίεργο που δε θα σου φαίνεται καθόλου λογικό. Όλα άρχισαν όταν ήρθε μια τύπισσα και μου έδωσε μια σοκοφρέτα. Την</span><span style="font-size: 13.5pt;"> </span><span lang="EL" style="font-size: 13.5pt;">πράσινη.</span><span style="font-size: 13.5pt;"> </span><span lang="EL" style="font-size: 13.5pt;">Αυτή με τα φουντούκια...<o:p></o:p></span></div>Unknownnoreply@blogger.com1tag:blogger.com,1999:blog-8748825903348470846.post-81208755998629392212011-11-14T22:35:00.001+02:002018-06-30T06:11:40.375+03:00Πόσοι θα κλάψουνε τον λούτσο; (cleaner version)<div class="" style="clear: both; text-align: left;">
<div style="text-align: left;">
<a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhPLuRmmql-VHqiJLp0rz33HL79fAY7ssq1eSbgSHIBdyWTaT9MYEw7y6AMq8l1HbOS5xY_RKn2_6BDo_hbD1KJ9iAZmvo72jCaKc9L3HWP75XTxMHbwYU9TJ008sYP28tRMu3mWrxuQcMw/s1600/loutsos.jpg" imageanchor="1" style="clear: left; float: left; margin-bottom: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhPLuRmmql-VHqiJLp0rz33HL79fAY7ssq1eSbgSHIBdyWTaT9MYEw7y6AMq8l1HbOS5xY_RKn2_6BDo_hbD1KJ9iAZmvo72jCaKc9L3HWP75XTxMHbwYU9TJ008sYP28tRMu3mWrxuQcMw/s1600/loutsos.jpg" /></a>Ήταν ξημερώματα Πέμπτης και το λυκόφως είχε αρχίσει να ξεπροβάλλει από τον ανατολικό λοφίσκο του χωριού. Ο Φωτάρας φτάνοντας έξω από το σπίτι της Λεμονιάς φρέναρε το άλογό του, τον Μπέμπη, και ξεπέζεψε βιαστικά. Κατεβαίνοντας σφύριξε σιγανά και κρύφτηκε πίσω από τις δυο αχλαδιές έξω από τον φράχτη. Περίμενε λίγα λεπτά υπομονετικά... και μετά λίγο ακόμα. "Αργεί το Λεμονάκι", σκέφτηκε και σφύριξε άλλη μια φορά το ίδιο σιγανά μα πιο συρτά.</div>
<div style="text-align: left;">
<br /></div>
</div>
<div style="text-align: left;">
Η Λεμονιά πετάχτηκε από το κρεβάτι της σαν το ελατήριο όταν άκουσε το σφύριγμά του να την καλεί. Το καταλάβαινε πάντα ότι ήταν αυτός, βράδια ή ξημερώματα. Σε λίγο ο πατέρας της θα έφευγε για το χωράφι και η μάνα της για την εφορία που δούλευε στο δίπλα κεφαλοχώρι αλλά στο παλιά της τα υποδήματα τους έγραφε. "Να πάνε να κόψουν το λαιμό τους!", σκέφτηκε.</div>
<div style="text-align: left;">
<br /></div>
<div style="text-align: left;">
Το χωράφι ο πατέρας της το είχε πάρει από κάτι δόλιους που είχαν φύγει να δουλέψουν σαλιγκαρομαζωχτές στην Γροιλανδία. Τότε δεν είχανε νερά εκεί στο ξεροχώρι τους να ποτίζουνε τα σπαρτά, δεν είχε έρθει το ΠΑΣΟΚ να κάνει έργα, δυστύχησαν οι άνθρωποι, φτώχυναν, πήραν των ομματιών τους και πήγαν εκεί να φάνε ένα κομμάτι ψωμί."Έλειψαν πολύ καιρό!", λογίστηκε ο μπαρμπα-Θανάσης και από το χωράφι του δίπλα πήρε τους στύλους και τους έβαλε στη μέση του χωραφιού των Σακκαλαίων. Οι Σακκαλήδες είχαν 8 στρέμματα. Τότε δεν είχανε φτουρήσει, πείναγαν. Με τα νερά του ΠΑΣΟΚ, με την αλλαγή, γινόταν να καλλιεργήσει κάποιος πια. Και τους τα 'φαγε. Στεγνά.</div>
<div style="text-align: left;">
<br /></div>
<div style="text-align: left;">
Γύρω γύρω φύτεψε καλαμπόκι. Μετά έβαλε κάτι δεντρά. Στο τέλος, μέσα μέσα, φούντα προυσαλιά. Εκεί ήταν το ζουμί. Είχε και κάτι νταήδες φίλους του να παραφυλάνε και τους πλήρωνε καλά, είχε κι αυτός 3 καραμπίνες και τους έδινε, έκανε και λεφτά κι έφτιαξε και μια λέσχη στο χωριό να παίζουνε πόκα. Συχνάζανε και κάτι μπασκίνες και τους κέρναγε τοιουτοτρόπως και αυτοί έκαναν τα στραβά μάτια.Τα κουτσόβγαζε πέρα ο μπαγάσας.</div>
<div style="text-align: left;">
<br /></div>
<div style="text-align: left;">
Τη μάνα της Λεμονιάς, την κυρα-Μαρίνα, την παντρεύτηκε με προξενιό. Είχε ένα θειό σύμβουλο λέει του Αντρέα του Παπαντρέα, είχε κι αυτός τις δουλειές του ήθελε να τονε προσέχει κάποιος πολιτικός από πάνου, γιατι το χαρτί δεν πολυπέρναγε πια και ήθελε να ανοίξει ένα μπαρ με κορίτσια. Αρτίστες.</div>
<div style="text-align: left;">
<br /></div>
<div style="text-align: left;">
Η κυρα-Μαρίνα δούλευε στην εφορία στο διπλανό κεφαλοχώρι και μάζευε τα ασυμμάζευτα των χωριανών που μπορούσαν να της δώκουν το αζημείωτο. Την είχε βάλει εκεί ο θείος της ο συμβουλάτορας του Παπαντρέα, τόσα είχε κάνει κι αυτός για το κόμμα, έπρεπε να βάλει και 5, 10 ανθρώπους εκεί που ήθελε. Μία ήταν και η κυρα-Μαρίνα που της είχε και αδυναμία. Όπως αδυναμία είχε και στην κουνιάδα του, τη μητέρα της. Τόσο πολύ που την είχε κουτουπώσει κάτι φορές όταν έλειπε ο αδερφός του ο μπούφος που μια μέρα έπεσε από μια σκαλωσιά και τσακίστηκε. Ήταν χτίστης και ΚΚΕ. Μα αυτός κρατούσε το σφυρί και άλλος είχε το δρεπάνι και θέριζε στο σπίτι του. Που να'ξερε...</div>
<div style="text-align: left;">
Βγήκε λοιπόν έξω η Λεμονιά και αντίκρυσε τον Φωτάρα να την περιμένει με φανέλα του Ολυμπιακού Κάτω Πιτσικουλιάς. Τον φίλησε παθιασμένα στο δεξί μάτι. Έτσι λοιπόν, πίσω από τις αχλαδιές, τους έπιασε μια καύλα. Μεγάλη. Σύρθηκαν σχεδόν γυμνοί δίπλα στο παρακάτω στο ρυάκι και πίσω από τις πυκνές καλαμιές πηδήχτηκαν ασύστολα. Χωρίς συστολή δηλαδή. Ο Φωτάρας είδε το χριστό φαντάρο και το θεό λοχία με τα κόλπα της Λεμονιάς. Ήταν σεξουάλα. Η Λεμονιά είπε μπιραλάχ. Πολλάκις.</div>
<div style="text-align: left;">
<br /></div>
<div style="text-align: left;">
"Τί γίνεται εκεί;", αντήχησε μια βαριά φωνή. Αυτή η φωνή δεν ήταν άλλη από του μπαρμπα-Θανάση που κατεθυνόταν προς το μέρος τους με σταθερά αργά βήματα. Πριν προλάβει να πει η Λεμονιά το τελευταίο μπιραλάχ οι καλαμιές είχαν παραμερίσει και ξεπετάχτηκε από μέσα ο μπαρμπα-Θανάσης με την καραμπίνα του τη ρούσσικη!</div>
<div style="text-align: left;">
"Μωρή λινάτσα!", φώναξε στην κόρη του, "θα σε φάω λάχανο κι εσένα κι αυτόνανε...".</div>
<div style="text-align: left;">
"Ρε πατέρα άντε στη δουλειά σου", του απαντάει το Λεμονάκι, ξινή απάντηση που περιμένεις από ένα λεμονάκι.</div>
<div style="text-align: left;">
"Με τον δεξιό μωρή πηδιέσαι, το γιό του Τσεκούρα;", της λέει με απόγνωση."Αυτοί μας έβαλαν στην ΕΟΚ και στο ΝΑΤΟ και τα πληρώνει τώρα ο Αντρίκος μας. Άσε που θέλανε να μου κλείσουνε τη λέσχη!".</div>
<div style="text-align: left;">
"Κάνε πίσω μπαρμπα-Θανάση, ουσταδιάλα", είπε ο Φωτάρας. Τον άκουσε ο Μπέμπης και χλιμίντριξε δυνατά."Μπέμπη το'χω.", φώναξε και συνέχισε ο Φωτάρας. "Δεν είμαι δεξιός εγώ. Έχω διαβάσει Μαρξ και Λένιν και Φλωράκη, δεν είμαι κάνα φλωράκι. Και παίζω και ποκίτσα άμα λάχει. Κομμουνισμός ρε. Ούτε να πηδήσει δε μπορεί κανείς με το ΠΑΣΟΚ;"</div>
<div style="text-align: left;">
"Τι λες ρε παιδί μου; Παίζεις και ποκίτσα; Σε παρεξήγησα. Ειλικρινά δεν είσαι δεξιός;"</div>
<div style="text-align: left;">
"ΟΧΙ", είπε κατηγορηματικά ο Φωτάρας."Είμαι κομμούνι ως το κόκκαλο."</div>
<div style="text-align: left;">
"Σε πιστεύω παιδί μου, έναν είπες να ρίξει κι εσύ και σου τη χάλασα. Κωλοδεξιοί..", μονολόγησε,"τόσο που θέλουν να μας ρίξουν από την εξουσία νομίζουμε ότι θα μας πηδήσουνε και τις κόρες πια. Βλέπουμε φαντάσματα. Το Λεμονάκι μου όμως έχει μυαλό! Δε θα πήγαινε με κανέναν δεξιό!"</div>
<div style="text-align: left;">
"Έτσι μπαρμπα-Θανάση, εμένα να μη με φοβάσαι. Τον πατέρα μου τον έχω χεσμένο τον ταγματασφαλίτη.", έγνεψε ο Φωτάρας. Και δεν έγνεψε με το χέρι του.</div>
<div style="text-align: left;">
Εδώ όμως έγινε το κακό. Το Λεμονάκι άρχισε να σηκώνεται και να γίνεται κόκκινο σα μηλαράκι από το θυμό του. "Τα βρήκατε μαλάκες ε; Νομίζετε ότι με νοιάζει ποιός είναι δεξιός και αριστερός; Λοιπόν για να το ξέρετε το έχω κάνει οκτώ φορές σε ένα βράδυ με τον Σώτο. ΝΑΙ ρε! Τον Μπάμπουρα*."</div>
<div style="text-align: left;">
"Με τον τσοπάνη των δεξιών μωρή, θα με πεθάνεις! Τί θα έλεγε η μάνα σου αν σε άκουγε; Τί θα έλεγε ο θειός σου; Τί θα έλεγε ο Τσοβόλας;"</div>
<div style="text-align: left;">
"Λεμονιά ειλικρινά θα σε πνίξω με ίδια μου τα χέρια!", είπε ο Φωτάρας και άρπαξε μανιασμένα τη Λεμονιά από το λαιμό. Τον είχε τυφλώσει η ζήλια. Τον είχε ποτίσει ο φανατισμός. Τον είχε πάρει ο διάολος...</div>
<div style="text-align: left;">
Σάστισε ο μπαρμπα-Θανάσης. Σήκωσε την καραμπίνα και μπουμπούνησε τρεις φορές. ΚΡΑΟΥ. ΚΡΑΟΥ. ΚΡΑΟΥ! Η μία πήγε στον κώλο του Φωτάρα. Η δεύτερη πήγε προς τη μεριά του Μπέμπη που τρομαγμένος κάλπασε προς το άγνωστο. Η τρίτη πήρε ξώφαλτσα τον λούτσο του. Του Φωτάρα.</div>
<div style="text-align: left;">
<br /></div>
<div style="text-align: left;">
Απλώθηκε σιγή πίσω από τις καλαμιές. Βουβός ο πόνος του Φωτάρα, Τον** κοίταγε πληγωμένο και έκλαιγε πνιχτά. Η Λεμονιά ξεμπλάβιζε σιγά σιγά και έτρεχαν δάκρυα κι από τα δικά της μάτια. Και ο μπαρμπα-Θανάσης, ο εκτελεστής, είχε πετάξει την καραμπίνα στο ρυάκι, είχε σηκώσει τα μάτια προς το θεό*** και έβγαζε ΠΑΣΟΚικές κραυγές αγωνίας.</div>
<div style="text-align: left;">
<br /></div>
<div style="text-align: left;">
Ήταν όλοι τους μετανοιωμένοι. Σηκώθηκαν πληγωμένοι άλλος στο σώμα κι άλλος στην ψυχή και τράβηξαν σιγά σιγά και βασανιστικά προς το ιατρικό κέντρο που είχε φτιάξει ο Αντρέας στο χωριό τους. Ο δικός τους Αντρέας. Ο Αντρέας όλων μας. Αυτός που'χε πατέρα το Γεώργιο και γιό το ΓΑΠο. Στο δρόμο θρήνησαν για τη χαμένη εθνική συμφιλίωση.</div>
<div style="text-align: left;">
<br /></div>
<div style="text-align: left;">
<b>Αχ και να'ξεραν...</b></div>
<div style="text-align: left;">
<br /></div>
<div style="text-align: left;">
<iframe allowfullscreen="" frameborder="0" height="315" src="https://www.youtube.com/embed/fQ7Ahu01axI" width="420"></iframe></div>
<div style="text-align: left;">
<br /></div>
<div style="text-align: left;">
<span class="Apple-style-span" style="font-size: x-small;">* Σώτος Μπάμπουρας. Πρώην γραμματέας της ΟΝΝΕΔ Κάτω Πιτσικουλιάς.</span></div>
<div style="text-align: left;">
<span class="Apple-style-span" style="font-size: x-small;">** Λούτσος,</span></div>
<div style="text-align: left;">
<span class="Apple-style-span" style="font-size: x-small;">*** Μαραντόνα</span></div>
<div style="text-align: left;">
<br /></div>
<div style="text-align: left;">
<br /></div>
Unknownnoreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-8748825903348470846.post-56117610209190347802011-11-12T03:31:00.002+02:002018-06-30T06:16:23.049+03:00Πόσοι θα κλάψουνε τον πούτσο;<div class="" style="clear: both; text-align: left;">
<a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhT3AU5SoALTeiu2f0qA4GZIbcC8n4x9GXzhCCNMz694kqUmuFX1Z5AmCQ9ickX0WoLYDcdbdfmzwXRNeG8_dNSpz39-LxGlytCT8jRmzLh9-0tNoZEpfk7nCBnasMvS7GiJZq9A7-JFDVR/s1600/poutsomita.jpg" imageanchor="1" style="clear: left; float: left; margin-bottom: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhT3AU5SoALTeiu2f0qA4GZIbcC8n4x9GXzhCCNMz694kqUmuFX1Z5AmCQ9ickX0WoLYDcdbdfmzwXRNeG8_dNSpz39-LxGlytCT8jRmzLh9-0tNoZEpfk7nCBnasMvS7GiJZq9A7-JFDVR/s1600/poutsomita.jpg" /></a><span style="color: black;"></span><br />
Ήταν ξημερώματα Πέμπτης και το λυκόφως είχε αρχίσει να ξεπροβάλλει από τον ανατολικό λοφίσκο του χωριού. Ο Φωτάρας φτάνοντας έξω από το σπίτι της Λεμονιάς φρέναρε το άλογό του, τον Μπέμπη, και ξεπέζεψε βιαστικά. Κατεβαίνοντας σφύριξε σιγανά και κρύφτηκε πίσω από τις δυο αχλαδιές έξω από τον φράχτη. Περίμενε λίγα λεπτά υπομονετικά... και μετά λίγο ακόμα. "Αργεί το Λεμονάκι", σκέφτηκε και σφύριξε άλλη μια φορά το ίδιο σιγανά μα πιο συρτά.</div>
<div style="text-align: left;">
<br />
Η Λεμονιά πετάχτηκε από το κρεβάτι της σαν το ελατήριο όταν άκουσε το σφύριγμά του να την καλεί. Το καταλάβαινε πάντα ότι ήταν αυτός, βράδια ή ξημερώματα. Σε λίγο ο πατέρας της θα έφευγε για το χωράφι και η μάνα της για την εφορία που δούλευε στο δίπλα κεφαλοχώρι αλλά στο μουνί της. "Να πάνε να γαμηθούν!", σκέφτηκε.</div>
<div style="text-align: left;">
<br /></div>
<div style="text-align: left;">
Το χωράφι ο πατέρας της το είχε πάρει από κάτι δόλιους που είχαν φύγει να δουλέψουν σαλιγκαρομαζωχτές στην Γροιλανδία. Τότε δεν είχανε νερά εκεί στο ξεροχώρι τους να ποτίζουνε τα σπαρτά, δεν είχε έρθει το ΠΑΣΟΚ να κάνει έργα, δυστύχησαν οι άνθρωποι, φτώχυναν, πήραν των ομματιών τους και πήγαν εκεί να φάνε ένα κομμάτι ψωμί."Έλειψαν πολύ καιρό!", λογίστηκε ο μπαρμπα-Θανάσης και από το χωράφι του δίπλα πήρε τους στύλους και τους έβαλε στη μέση του χωραφιού των Σακκαλαίων. Οι Σακκαλήδες είχαν 8 στρέμματα. Τότε δεν είχανε φτουρήσει, πείναγαν. Με τα νερά του ΠΑΣΟΚ, με την αλλαγή, γινόταν να καλλιεργήσει κάποιος πια. Και τους τα 'φαγε. Στεγνά.</div>
<div style="text-align: left;">
<br /></div>
<div style="text-align: left;">
Γύρω γύρω φύτεψε καλαμπόκι. Μετά έβαλε κάτι δεντρά. Στο τέλος, μέσα μέσα, φούντα προυσαλιά. Εκεί ήταν το ζουμί. Είχε και κάτι νταήδες φίλους του να παραφυλάνε και τους πλήρωνε καλά, είχε κι αυτός 3 καραμπίνες και τους έδινε, έκανε και λεφτά κι έφτιαξε και μια λέσχη στο χωριό να παίζουνε πόκα. Συχνάζανε και κάτι μπασκίνες και τους κέρναγε τοιουτοτρόπως και αυτοί έκαναν τα στραβά μάτια.Τα κουτσόβγαζε πέρα ο μπαγάσας.</div>
<div style="text-align: left;">
<br /></div>
<div style="text-align: left;">
Τη μάνα της Λεμονιάς, την κυρα-Μαρίνα, την παντρεύτηκε με προξενιό. Είχε ένα θειό σύμβουλο λέει του Αντρέα του Παπαντρέα, είχε κι αυτός τις δουλειές του ήθελε να τονε προσέχει κάποιος πολιτικός από πάνου, γιατι το χαρτί δεν πολυπέρναγε πια και ήθελε να ανοίξει ένα μπαρ με κορίτσια. Αρτίστες.</div>
<div style="text-align: left;">
<br /></div>
<div style="text-align: left;">
Η κυρα-Μαρίνα δούλευε στην εφορία στο διπλανό κεφαλοχώρι και μάζευε τα ασυμμάζευτα των χωριανών που μπορούσαν να της δώκουν το αζημείωτο. Την είχε βάλει εκεί ο θείος της ο συμβουλάτορας του Παπαντρέα, τόσα είχε κάνει κι αυτός για το κόμμα, έπρεπε να βάλει και 5, 10 ανθρώπους εκεί που ήθελε. Μία ήταν και η κυρα-Μαρίνα που της είχε και αδυναμία. Όπως αδυναμία είχε και στην κουνιάδα του, τη μητέρα της. Τόσο πολύ που την είχε κουτουπώσει κάτι φορές όταν έλειπε ο αδερφός του ο μπούφος που μια μέρα έπεσε από μια σκαλωσιά και τσακίστηκε. Ήταν χτίστης και ΚΚΕ. Μα αυτός κρατούσε το σφυρί και άλλος είχε το δρεπάνι και θέριζε στο σπίτι του. Που να'ξερε...</div>
<div style="text-align: left;">
Βγήκε λοιπόν έξω η Λεμονιά και αντίκρυσε τον Φωτάρα να την περιμένει με φανέλα του Ολυμπιακού Κάτω Πιτσικουλιάς. Τον φίλησε παθιασμένα στο δεξί μάτι. Έτσι λοιπόν, πίσω από τις αχλαδιές, τους έπιασε μια καύλα. Μεγάλη. Σύρθηκαν σχεδόν γυμνοί δίπλα στο παρακάτω στο ρυάκι και πίσω από τις πυκνές καλαμιές πηδήχτηκαν ασύστολα. Χωρίς συστολή δηλαδή. Ο Φωτάρας είδε το χριστό φαντάρο και το θεό λοχία με τα κόλπα της Λεμονιάς. Ήταν σεξουάλα. Η Λεμονιά είπε μπιραλάχ. Πολλάκις.</div>
<div style="text-align: left;">
<br /></div>
<div style="text-align: left;">
"Τί γίνεται εκεί;", αντήχησε μια βαριά φωνή. Αυτή η φωνή δεν ήταν άλλη από του μπαρμπα-Θανάση που κατεθυνόταν προς το μέρος τους με σταθερά αργά βήματα. Πριν προλάβει να πει η Λεμονιά το τελευταίο μπιραλάχ οι καλαμιές είχαν παραμερίσει και ξεπετάχτηκε από μέσα ο μπαρμπα-Θανάσης με την καραμπίνα του τη ρούσσικη!</div>
<div style="text-align: left;">
"Μωρή καριόλα!", φώναξε στην κόρη του, "θα σε φάω λάχανο κι εσένα κι αυτόνανε...".</div>
<div style="text-align: left;">
"Ρε πατέρα άντε γαμήσου", του απαντάει το Λεμονάκι, ξινή απάντηση που περιμένεις από ένα λεμονάκι.</div>
<div style="text-align: left;">
"Με τον δεξιό μωρή πηδιέσαι, το γιό του Τσεκούρα;", της λέει με απόγνωση."Αυτοί μας έβαλαν στην ΕΟΚ και στο ΝΑΤΟ και τα πληρώνει τώρα ο Αντρίκος μας. Άσε που θέλανε να μου κλείσουνε τη λέσχη!".</div>
<div style="text-align: left;">
"Κάνε πίσω μπαρμπα-Θανάση, ουσταδιάλα", είπε ο Φωτάρας. Τον άκουσε ο Μπέμπης και χλιμίντριξε δυνατά."Μπέμπη το'χω.", φώναξε και συνέχισε ο Φωτάρας. "Δεν είμαι δεξιός εγώ. Έχω διαβάσει Μαρξ και Λένιν και Φλωράκη, δεν είμαι κάνα φλωράκι. Και παίζω και ποκίτσα άμα λάχει. Κομμουνισμός ρε. Ούτε να γαμήσει δε μπορεί κανείς με το ΠΑΣΟΚ;"</div>
<div style="text-align: left;">
"Τι λες ρε παιδί μου; Παίζεις και ποκίτσα; Σε παρεξήγησα. Ειλικρινά δεν είσαι δεξιός;"</div>
<div style="text-align: left;">
"ΟΧΙ", είπε κατηγορηματικά ο Φωτάρας."Είμαι κομμούνι ως το κόκκαλο."</div>
<div style="text-align: left;">
"Σε πιστεύω παιδί μου, έναν είπες να ρίξει κι εσύ και σου τη χάλασα. Κωλοδεξιοί..", μονολόγησε,"τόσο που θέλουν να μας ρίξουν από την εξουσία νομίζουμε ότι θα μας γαμήσουν και τις κόρες πια. Βλέπουμε φαντάσματα. Το Λεμονάκι μου όμως έχει μυαλό! Δε θα πήγαινε με κανέναν δεξιό!"</div>
<div style="text-align: left;">
"Έτσι μπαρμπα-Θανάση, εμένα να μη με φοβάσαι. Τον πατέρα μου τον έχω χεσμένο τον ταγματασφαλίτη.", έγνεψε ο Φωτάρας. Και δεν έγνεψε με το χέρι του.</div>
<div style="text-align: left;">
Εδώ όμως έγινε το κακό. Το Λεμονάκι άρχισε να σηκώνεται και να γίνεται κόκκινο σα μηλαράκι από το θυμό του. "Τα βρήκατε μαλάκες ε; Νομίζετε ότι με νοιάζει ποιός είναι δεξιός και αριστερός; Λοιπόν για να το ξέρετε έχω πηδηχτεί οκτώ φορές σε ένα βράδυ με τον Σώτο. ΝΑΙ ρε! Τον Μπάμπουρα*."</div>
<div style="text-align: left;">
"Με τον τσοπάνη των δεξιών μωρή, θα με πεθάνεις! Τί θα έλεγε η μάνα σου αν σε άκουγε; Τί θα έλεγε ο θειός σου; Τί θα έλεγε ο Τσοβόλας;"</div>
<div style="text-align: left;">
"Λεμονιά ειλικρινά θα σε πνίξω με ίδια μου τα χέρια!", είπε ο Φωτάρας και άρπαξε μανιασμένα τη Λεμονιά από το λαιμό. Τον είχε τυφλώσει η ζήλια. Τον είχε ποτίσει ο φανατισμός. Τον είχε πάρει ο διάολος...</div>
<div style="text-align: left;">
Σάστισε ο μπαρμπα-Θανάσης. Σήκωσε την καραμπίνα και μπουμπούνησε τρεις φορές. ΚΡΑΟΥ. ΚΡΑΟΥ. ΚΡΑΟΥ! Η μία πήγε στον κώλο του Φωτάρα. Η δεύτερη πήγε προς τη μεριά του Μπέμπη που τρομαγμένος κάλπασε προς το άγνωστο. Η τρίτη πήρε ξώφαλτσα τον πούτσο του. Του Φωτάρα.</div>
<div style="text-align: left;">
<br /></div>
<div style="text-align: left;">
Απλώθηκε σιγή πίσω από τις καλαμιές. Βουβός ο πόνος του Φωτάρα, Τον** κοίταγε πληγωμένο και έκλαιγε πνιχτά. Η Λεμονιά ξεμπλάβιζε σιγά σιγά και έτρεχαν δάκρυα κι από τα δικά της μάτια. Και ο μπαρμπα-Θανάσης, ο εκτελεστής, είχε πετάξει την καραμπίνα στο ρυάκι, είχε σηκώσει τα μάτια προς το θεό*** και έβγαζε ΠΑΣΟΚικές κραυγές αγωνίας.</div>
<div style="text-align: left;">
<br /></div>
<div style="text-align: left;">
Ήταν όλοι τους μετανοιωμένοι. Σηκώθηκαν πληγωμένοι άλλος στο σώμα κι άλλος στην ψυχή και τράβηξαν σιγά σιγά και βασανιστικά προς το ιατρικό κέντρο που είχε φτιάξει ο Αντρέας στο χωριό τους. Ο δικός τους Αντρέας. Ο Αντρέας όλων μας. Αυτός που'χε πατέρα το Γεώργιο και γιό το ΓΑΠο. Στο δρόμο θρήνησαν για τη χαμένη εθνική συμφιλίωση.</div>
<div style="text-align: left;">
<br /></div>
<div style="text-align: left;">
<b>Αχ και να'ξεραν...</b></div>
<div style="text-align: left;">
<br /></div>
<div style="text-align: left;">
<iframe allowfullscreen="" frameborder="0" height="315" src="https://www.youtube.com/embed/fQ7Ahu01axI" width="420"></iframe></div>
<div style="text-align: left;">
<br /></div>
<div style="text-align: left;">
<span class="Apple-style-span" style="font-size: x-small;">* Σώτος Μπάμπουρας. Πρώην γραμματέας της ΟΝΝΕΔ Κάτω Πιτσικουλιάς.</span></div>
<div style="text-align: left;">
<span class="Apple-style-span" style="font-size: x-small;">** Πούτσος,</span></div>
<div style="text-align: left;">
<span class="Apple-style-span" style="font-size: x-small;">*** Μαραντόνα</span></div>
<div style="text-align: left;">
<br /></div>
<div style="text-align: left;">
<br /></div>
Unknownnoreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-8748825903348470846.post-81475986176433840052010-09-07T17:36:00.008+03:002010-09-07T17:55:30.728+03:00(Μ)<a onblur="try {parent.deselectBloggerImageGracefully();} catch(e) {}" href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEj26peVLjV7XLm8bg6lYuMcd1F60FFpvLfnCTJLN_OwRZtvqLjr62hAJLuQdqWMIdYfYaBMNQr2PqfZR2cbHljKWOus0Gha6TK8DmjpYE9DFKQIJzSuuj0sQiSacKd_AHL_lyJgCFRhOQuI/s1600/skylos.jpg"><img style="float: left; margin: 0pt 10px 10px 0pt; cursor: pointer; width: 200px; height: 152px;" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEj26peVLjV7XLm8bg6lYuMcd1F60FFpvLfnCTJLN_OwRZtvqLjr62hAJLuQdqWMIdYfYaBMNQr2PqfZR2cbHljKWOus0Gha6TK8DmjpYE9DFKQIJzSuuj0sQiSacKd_AHL_lyJgCFRhOQuI/s200/skylos.jpg" alt="" id="BLOGGER_PHOTO_ID_5514184633401715586" border="0" /></a><span style="font-size:130%;">Κάποιες φορές απλά προσπερνάς. Προσπερνάς καταστάσεις, ανθρώπους, γεγονότα, αντικείμενα, χωρίς να καταλαβαίνεις τι συμβαίνει. Στα παπάρια σου κιόλας βέβαια στο κάτω κάτω, μια χαρά κι ωραίος είσαι και δε σε νοιάζει και δε χάνεις και τίποτα. Το πολύ πολύ να ρίξεις και μια κλεφτή ματιά από περιέργεια, έτσι για να δεις μπας και γίνεται κάτι το σοβαρό. Γιατί όμως; Γιατί να γυρίσεις το βλέμμα και να κοιτάξεις; Κι αν κοιτάξεις, πόσο πρέπει να αφήσεις το βλέμμα σου εκεί για να μη σε πάρουν για κανα περίεργο η απλά να μη χάσεις το χρόνο σου; Επικίνδυνα πράγματα, πούστικα κι εκτός ελέγχου ρε παιδί μου…<br /><br />Είναι όμως μεγάλη πουτάνα η στιγμή. Η στιγμή που ανάμεσα σε σένα και αυτό που βλέπεις θα δημιουργηθεί κάτι σα ροή. Τώρα τι σκατά είναι αυτό δε θα ‘θελα να ξέρω, άλλοι λέμε χημεία, άλλοι βαρύτητα, άλλοι έλξη κι ότι μαλακία μας περάσει απ’το μυαλό. Μάλλον η αλήθεια είναι ότι δεν ξέρουμε τίποτα, απλά κοιτάμε η ακούμε η νιώθουμε. Επειδή μπορούμε.<br /><br />Κολλάμε όμως. Βλέπεις ας πούμε έξω στο δρόμο ένα σκυλί. Κυκλοφορεί ο μούργος, κάνει τις βόλτες του, έρχεται και σου γλύφει το χέρι και τον χαϊδεύεις και γουστάρεις και γουστάρει κι αυτός. Του πετάς και κανα δυο απομεινάρια από το πιτόγυρο που τρως κι αυτό ήταν, σ’αγάπησε. Και μετά σου σκάει η εξής σκέψη: Να τον τσιμπήσω να τον πάω σπίτι! Να’χει κι αυτός να τρώει, να’χω κι εγώ σκύλο, να κάνουμε μια ομορφιά γενικότερα. Του βγάζεις κι ένα όνομα και τον φωνάζεις Οδυσσέα ας πούμε, η κάτι άλλο ψωνίστικο όπως Ρόκυ η Ρασκόλνικοφ. Και πάει λέγοντας.<br /><br />Το κακό ξεκινάει από τη στιγμή που ο μαλάκας δεν αράζει στη φάση του και έρχεται μαζί σου. Γιατί ρε μούργο; Καλά δεν πέρναγες; Τις βόλτες σου δεν τις έκανες; Δε σε ταϊζανε από δω κι από κει; Δεν είχες παρεϊτσα σκύλους και σκυλίτσες γύρω γύρω να μην είσαι “σκυλί μονάχο”, να είσαι και αλάνι και κοινωνικός; Όλα τα είχες. Μυαλό δεν είχες όμως.<br /><br />Από δω και πέρα μούργο μου δε θα είσαι πια αυτό που ήσουνα. Αγάπησες εύκολα, θα γίνεις ρόμπα εύκολα. Και στο εξοχικό θα σε παίρνουνε, και βόλτα στο πάρκο για επίδειξη θα πας, και ποδαράκι θα σηκώνεις να χαιρετήσεις, και παντόφλες παίζει να φέρεις και εφημερίδα, και να πηδήξεις βέβαια ούτε κουβέντα! Μόνο κάτω από ειδικές κοινωνικές και περιβαλλοντικές συνθήκες και μετά από ενδελεχή έρευνα.<br /><br />Και στο τέλος κάποιος μπορεί να σε βαρεθεί και να σε στείλουνε πακέτο. Σε κανένα άλλο σπίτι η στους δρόμους να τριγυρνάς ξανά. Έλα όμως που δε θα είναι το ίδιο. Γιατι εσύ αγάπησες κι οι άλλοι πέρναγαν την ώρα τους και στο δρόμο θα το θυμάσαι αυτό. Γιατι εσύ ήθελες να πας μαζί, να δεις τι παίζει, να τους διαβάσεις τους τύπους που σε τσιμπήσανε και σε μπάσανε σπίτι τους, να δεις μέσα στην ψυχή τους με τα μεγάλα καφέ μάτια σου. Και τους είχες μάθει όπως μαθαίνεις ένα βιβλίο, σελίδα σελίδα, λέξη λέξη. Γι’αυτούς όμως ήσουν απλά μια μικρή παρένθεση. Σε είδανε, άντε είπανε να διαβάσουνε τι είχες μέσα, είπαν ωραία, καλή φάση, αλλά κι αν δε σε διαβάζανε το ίδιο θα τους έκανε. Γιατι η παρένθεση είναι εκεί αλλά και να μην την διαβάσεις, τρέχει και τίποτα; Συνήθως μαλακίες γράφουνε, μπορείς να τις προσπεράσεις.<br /><br />Έτσι έγινε λοιπόν. Σε διαβάσανε μεν, τους άρεσες, αλλά σε προσπεράσανε και σε ξεχάσανε. Δε γαμιέται λένε, μια παρένθεση είναι. Να πάμε να δούμε τι γράφει παρακάτω…</span>Unknownnoreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-8748825903348470846.post-20112797307353130772010-08-16T04:52:00.004+03:002012-02-02T01:42:50.548+02:00Άγριο μάτι<span style="font-size: 130%;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhgcJ3_9pOFEIYzrcMk_tbDKMp9TremgcroDvok4SxK2nqZeANcQQrRe8OQ3u7aJFwNmGrgRiAjLmZ8CM0nYedUHzQJrFPaKllhqVoS187yxPUnCEtGz4vF65YE38kuWswniK2RyXN8m85K/s1600/eye.jpg"><img alt="" border="0" id="BLOGGER_PHOTO_ID_5505821845635070402" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhgcJ3_9pOFEIYzrcMk_tbDKMp9TremgcroDvok4SxK2nqZeANcQQrRe8OQ3u7aJFwNmGrgRiAjLmZ8CM0nYedUHzQJrFPaKllhqVoS187yxPUnCEtGz4vF65YE38kuWswniK2RyXN8m85K/s200/eye.jpg" style="cursor: pointer; float: left; height: 144px; margin: 0pt 10px 10px 0pt; width: 200px;" /></a>Η Βένια περπατούσε τέσσερις ώρες κιόλας. Δεν την κράταγαν τα πόδια της πια. Ο ήλιος από πάνω της σπαταλούσε την ενέργειά του καίγοντας της το δέρμα σιγά σιγά. Ακόμα και ο Ηλίας, το σκυλί της, είχε αρχίσει να σέρνεται πολύ αργά δίπλα της, που και που σκοτώνοντας μυγάκια στον αέρα και άλλοτε αλυχτώντας σιγανά, σαν παράπονο. Το σάλιο τους πηχτό, αφυδατωμένο, λέξεις δε βγαίνανε. Ατελείωτο οτοστόπ...<br />
<br />
Ξαφνικά ένα αμάξι σταματάει στο σήμα της Βένιας και κάνει στην άκρη. Με γοργό βήμα φτάνουν δίπλα του για να συνειδητοποιήσουν ότι δε θα τους έπαιρνε. Το σκυλί. Τον χάλασε. Με στραβωμένο χαμόγελο ο οδηγός πατάει γκάζι και φεύγει μαζί με τα περιπτερέιμπαν που φορούσε. Στην άκρη της γλώσσας της Βένιας υπήρχε τώρα κάτι και το άφησε να βγει με μεσαία ένταση. Ένα καντήλι.<br />
<br />
Στο επόμενο λεπτό η ζαλάδα τους συγκεντρώθηκε σε ένα μπλε φορτηγάκι. Χωρίς να το σταματήσουν περνάει αργά και κάνει στην άκρη. Ανοίγοντας το παράθυρο ο γενειοφόρος μεταφορέας λέει στη Βένια:<br />
<br />
- Πώς τον λένε ;<br />
- Ηλία, απαντάει η Βένια.<br />
- Κι εμένα, της λέει. Εμπάτε μέσα.<br />
Και μπήκανε.<br />
- Γειά χαρά Ηλία. Εγώ είμαι η Βένια.<br />
<br />
Ο μεταφορέας Λιάκος φαινόταν ντόμπρο παιδί. Ότι και να φαινόταν όμως η Βένια θα ανέβαινε γιατι αυτή έλιωνε και ο δρόμος δεν τέλειωνε.<br />
<br />
- Πώς και είστε με τα πόδια αλάνια ; Κανα μέσο δεν έχετε ;<br />
- Είχαμε, απαντάει η Βένια. Ένα βεσπάκι που μας άφησε χρόνους το κακόμοιρο, αρκετά χιλιόμετρα πριν.<br />
- Και δεν μπόρεσες να το φτιάξεις ε ;<br />
- Δε νομίζω ότι γίνεται πιά. Το ένιωσα να πεθαίνει, το κατάλαβα.<br />
<br />
Ο Λιάκος έγνεψε με συγκατάβαση αλλά του βγήκε ένα χαμογελάκι. Η Βένια μέσα στη θολούρα της χαμογέλασε κι εκείνη. Ο Ηλίας, αφού βρήκε ένα μισογεμάτο μπουκάλι νερό και ξεδίψασε με τα χίλια ζόρια, τώρα την είχε πέσει στο πίσω κάθισμα και κοιμόταν του καλού καιρού, κάνοντας όνειρα με μεγάλες λίμνες και λαχταριστά κόκκαλα γεμάτα μεδούλι.<br />
<br />
- Από αυτό το δρόμο περνώ συνέχεια. Αλλά πάντα θα πιστεύω πως είναι ο πιο περίεργος...<br />
- Γιατί το λες ;<br />
- Αυτά που μου έχουν συμβεί εδώ δεν θα μπορούσα να τα σκεφτώ πρωτύτερα. Του λόγου σου δεν γνωρίζεις που είσαι ξενομερίτισα, αλλά εγώ μπορώ να σου πω.<br />
<br />
Περίεργη η Βένια αναρωτήθηκε και ρώτησε την ίδια στιγμή.<br />
<br />
- Μπορείς να μου πεις αλλά δε μου λες ;<br />
- Σου λέω, γιατι όχι ;<br />
<br />
Κι ο Λιάκος άναψε το τσιγάρο του, πρόσφερε ένα στη Βένια και άρχισε να διηγείται μια ιστορία. Το φορτηγάκι του λέει έμεινε από μπαταρία μια φορά πριν μερικά χρόνια λίγα χιλιόμετρα μετά από το σημείο που βρίσκονταν. Έχοντας κατέβει να ξαλαφρώσει μετά από λίτρα ρακοποσίας στο κουτούκι, το αμάξι δεν ξαναπήρε μπρος. Μόνος και χωρίς τηλέφωνο, αποκαμωμένος από τις ρακές , δεν είχε τα κουράγια να ψάξει γιατρειά. Μπήκε μέσα, έκανε πίσω το κάθισμά του και κοιτώντας το αχανές μαύρο των χωραφιών αποκοιμήθηκε.<br />
<br />
Στο όνειρο του είδε έναν ψηλό άνθρωπο με κόκκινο πουκάμισο και με υμίψηλο καπέλο να του χαιδεύει τα γένια. Του θύμιζε τον πατέρα του αλλά δεν ήταν αυτός. Ο πατέρας του ήταν ήσυχος άνθρωπος, γαλήνιος. Αυτός είχε άγριο μάτι. Σαν να του ζήταγε κάτι. Αλλά όχι με βία. Με το βλέμμα. Μετά ήρθε ένα σμήνος από μέλισσες και τον τσίμπησε. Κι ήταν σα να νιώθει το κάθε ένα τσίμπημα στον ύπνο του μέσα. Ο άνθρωπος με το άγριο μάτι ήταν εκεί και έδιωχνε τις μέλισσες. Και τις έβαζε μέσα σε τεράστια πράσινα μπαλόνια που έφευγαν στο άπειρο. Και μαζί τους έβαλε σε ένα και το Λιάκο. Κοιτάζοντάς τον κοφτερά, έφευγε προς τα ουράνια, και αναρωτιόταν πως από το βλέμμα δεν έσκαγε το μπαλόνι να πέσει να γίνει σμπαράλια.<br />
<br />
Στα ουράνια όπως ανέβαινε το μπαλόνι έσκασε πάνω σε ένα σύννεφο. Ο Λιάκος κρατήθηκε από κει και βγήκε στην επιφάνεια του. Εκεί βρήκε έναν ουράνιο τεκέ με τον Ανέστο Δελιά να κάθεται και να παίζει ταξίμια μαζί με τον Μήτσο Χέντριξ και τη Ρίτα Χέιγουορθ να βαράει ντέφι. Και δίπλα χόρευε ο Νουρέγιεφ ζεϊμπέκικο και του χτύπαγε παλαμάκια ο Όσκαρ Ουάιλντ. Ο Χαϊλέ Σελασιέ ο Α’ επέβλεπε χαμογελαστός πίνοντας τσάι, ενώ όρθιος στη γωνία ο ημίψηλος καπελάς τους κοίταγε όλους άγρια και περήφανα.<br />
<br />
Κι έτσι όπως καθόντουσαν όλοι και γινόταν γλέντι κάτω από το σύννεφο μαζεύτηκε κόσμος. Θάλασσα ο κόσμος, μαριδάκια οι άνθρωποι. Φώναζαν, γέλαγαν, έκλαιγαν, παίζανε ξύλο, φιλιόντουσαν, έκαναν έρωτα, ξάπλωναν, περπατούσαν, έτρεχαν. Ζούσαν. Και ήταν όλοι γυμνοί, δε φόραγαν ούτε ίχνος ρούχου. Και μέσα από αυτό τον υπέροχο ορυμαγδό το σύννεφο άρχισε να διαλύεται σιγά σιγά. Ανοίγαν μικρές μικρές τρύπες και μεγάλωναν κι αυτό κοβόταν σε μικρά κομμάτια. Κι έπεφταν και τα τραπέζια και οι μπαγλαμάδες και οι μουσικοί και όλα προς τα κάτω, βαρύτητα υπήρχε στο όνειρο, όλα όμως έπεφταν στα μαλακά. Και Δελιάς και Σελασιέ και η Χέιγουορθ και ο Μήτσος ο Χέντριξ και ο Όσκαρ Ουάλιντ και ο Νουρέγιεφ πέφτανε, μαζί και ο Λιάκος, μα στα μαλακά κι αυτοί. Τους σήκωνε ο κόσμος στα χέρια και τους ξέσκιζε τα ρούχα να γίνουν όλοι ίδιοι. Και όλοι φαινόντουσαν πολύ εκστασιασμένοι, όσο δεν παίρνει. Ο ημίψηλος περπατούσε αργά ανάμεσα τους με την άγρια ματιά κι ένα χαμόγελο ευτυχίας. Αλλά όσο προχώραγε, τόσο ψήλωνε το καπέλο του. Και το καπέλο έφτασε τόσο ψηλά που τρύπησε το μπλε του ουρανού και από το βάρος τον λύγισε και ο ψηλέας γονάτισε. Κλείνοντας τα μάτια του από το βάρος για δυο δευτερόλεπτα, το πλήθος λιποθύμησε ακαριαία. Έτσι απλά. Και απλώθηκε σιωπή...<br />
<br />
Ο Λιάκος, λέει, ξύπνησε στην καρότσα του φορτηγού του. Ήταν γυμνός και τα ρούχα του δεν τα είδε ξανά. Κι όταν κατάφερε να φορέσει τη φόρμα της δουλειάς που είχε στο πίσω κάθισμα, πηγαίνοντας μπροστά, παρατήρησε κάτι στη θέση του συνοδηγού. Ένα ημίψηλο καπέλο... και γύρω του δυο μέλισσες να κόβουν βόλτες ανέμελα.<br />
<br />
- Με πιστεύεις ; Την αλήθεια σου λέω, από τότε σε αυτό το δρόμο κοιτάω πάντα δυο φόρες.<br />
- Σε πιστεύω, είπε λίγο αδιάφορα η Βένια.<br />
- Σ’ευχαριστώ , είπε χαρούμενα ο Λιάκος, σε όσους το είπα όλοι με λεν τρελό και δεν είμαι ! Δεν είμαι !<br />
<br />
Η συζήτηση έμεινε εκεί. Μετά από μισή περίπου ώρα έφταναν στο κέντρο του επόμενου χωριού όπου θα τους παρατούσε να βρουν την τύχη τους. Η Βένια τον ευχαρίστησε κι αυτός την ευχαρίστησε διπλά που τον άκουσε, της χάρισε ένα μεγάλο χαμόγελο και η Βένια το ανταπέδωσε. Σήκωσε τον Ηλία από τον βαθύ του ύπνο και τον κατέβασε κάτω. Με ένα τελικό νεύμα ο μεταφορέας τους άφησε και προχώρησε το δρόμο του.<br />
<br />
Η Βένια ένοιωσε ικανοποιημένη και περίεργη όταν άφησε το φορτηγάκι. Εκεί στο δρόμο άναψε το ένα τσιγάρο από τα δυο που είχε καβαντζάρει από το Λιάκο και κοίταξε γενικότερα μέσα στο χωριό. Αλλά το μάτι της σταμάτησε κάπου, μαζί με την ανάσα της. Το σκυλί της, ο Ηλίας! Καθώς άπλωνε το πόδι του να κατουρήσει, έδινε μάχη να μείνει στο έδαφος! Δυο μεγάλα πράσινα μπαλόνια δεμένα από το κολάρο του τον έκαναν να ίπταται προς τον ουρανό...</span>Unknownnoreply@blogger.com2tag:blogger.com,1999:blog-8748825903348470846.post-7506370801570068802010-01-24T20:15:00.007+02:002010-01-25T15:13:43.024+02:00Ο Πρεβεζάνος<a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEgfKLeBsgMyaH-Gg8p4B8iozSqAbE5Mz0qAF8wyUEqcVKzOtmk8tmgacw49Whihkv7WZ8wJzsBgkpysKmIrsQpW5URUGXEtQ8-6MMYZsD5tk8dZFcPL8qfH30Cc_txeC0QU-wZXvyxWGojd/s1600-h/minaki.jpg"><img style="float:left; margin:0 10px 10px 0;cursor:pointer; cursor:hand;width: 320px; height: 240px;" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEgfKLeBsgMyaH-Gg8p4B8iozSqAbE5Mz0qAF8wyUEqcVKzOtmk8tmgacw49Whihkv7WZ8wJzsBgkpysKmIrsQpW5URUGXEtQ8-6MMYZsD5tk8dZFcPL8qfH30Cc_txeC0QU-wZXvyxWGojd/s320/minaki.jpg" border="0" alt=""id="BLOGGER_PHOTO_ID_5430382062899606674" /></a>Το Δεσποτάτο της Ηπείρου ήταν ένα από τα κράτη που προέκυψαν από την κατάλυση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας μετά την Δ' Σταυροφορία το 1204. Μαζί με την Αυτοκρατορία της Νίκαιας και την Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας θεωρούσε ότι είναι νόμιμη συνέχεια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.<br /><br />Η Πρέβεζα για μια μεγάλη περίοδο ήταν μια ακμαία πόλη του Δεσποτάτου της Ηπείρου.<br /><br />Όταν ήμουνα στο στρατό είχα γνωρίσει ενα τύπο που ήτανε απο κει.<br />Πιο κοντός από μένα και κοντοκουρεμένος (όλοι ετσι ήτανε τότε)...<br />Ητανε δεκανέας και όλη μέρα έπινε. Μπύρες ζιβανία και κρασιά.<br />Βγαίναμε σε κατι μπαρ στις εξόδους και αυτός όλο επινε.<br /><br />Ένα βράδυ που ήταν φέσι μου είπε ότι είχε μια γκόμενα πριν μπεί φαντάρος και πως αυτή είχε πολλά λεφτά και τον έκανε διευθυντή στο concept store της Puma στην Κηφισιά. Μου φάνηκε πολυ cool δουλειά. Μετά μου είπε ότι είχε μια άλλη γκόμενα που ήτανε gothic και όταν έκλαιγε μάζευε τα δάκρυά της μέσα σ'ένα βαζάκι και του τα 'δειχνε. Αυτό μου φάνηκε λίγο παράξενο αλλά κι αυτό ήταν cool. Μετά έβγαλε από την τσέπη του μια κόλλα Α4 και μου την έδωσε. Μου είπε οτι ήταν ένα ποίημα του Mπουκόφσκι. Δεν τον ήξερα. Έλεγε για κάτι πουτάνες και τέτοια. Με κοίταξε και μου είπε πως είναι το καλύτερο ποίημα και πως πρέπει να το κρατήσω. Εγώ κάπου το 'χασα αλλά δεν πειράζει πιστεύω. <br /><br />Μετά από το στρατό χαθήκαμε και τον πέτυχα μια μέρα στη συναυλία του Μάλαμα στο βουνό δίπλα στο σπίτι μου. Του μίλησα, αυτός δε με γνώρισε. Με κοίταγε και μου είπε "λάθος φίλε". Μετά τον φώναξα Πρεβεζάνο και του είπα το βαθμό μου και το όνομά μου και δε ξέρω αν με θυμήθηκε αλλά έκανε ότι με θυμήθηκε.<br />Την άλλη μέρα που θα πήγαινα στους γονείς μου είχε πολύ κίνηση στα διόδια και νομίζω ότι τον είδα στο διπλανό αμάξι, σ'ένα mini cooper. <br /><br />Ζήλεψα λίγο. Έπρεπε να το τρακάρω το μουνί.Unknownnoreply@blogger.com3