Πέμπτη 26 Ιανουαρίου 2012

Χιόνι

Ο άνεμος φυσούσε μανιασμένα τις τελευταίες τρεις μέρες που είχε αλλάξει ο καιρός. Η Κάτια παρατηρούσε μικρά αντικείμενα να χτυπούν πάνω στο παρμπρίζ του αυτοκίνητου της συνεχώς. Φύλλα, πετραδάκια, μικρά κλαδιά, χαρτιά, πλαστικά μπουκάλια από αναψυκτικά, πράγματα που μαζί με την υγρασία έκαναν την οδήγηση ακόμα πιο δύσκολη σ'εκείνα τα μικρά σκοτεινά κωλόστενα. Τελικά, αν και δυσκολεύτηκε, κατάφερε να επιστρέψει σπίτι της έγκαιρα.

Μπαίνοντας μέσα το χαζόσκυλό της, η Φραν, έτρεξε να τριφτεί στα πόδια της ζητιανεύοντας ένα χάδι και απαιτώντας άλλα πράγματα. Ένα πιάτο φαΐ και μια βόλτα για τις σωματικές ανάγκες της. Το πρώτο το πήρε άμεσα. Για το δεύτερο έπρεπε να περιμένει για την αφεντικίνα της μέχρι να συνέλθει από την πρώτη δόση κρύου που της είχε ταράξει το κορμί και είχε επαναφέρει τις μνήμες από εκείνο το δυνατό διάστρεμμα στο δεξί της αστράγαλο. Όποτε άλλαζε ο καιρός οι σουβλιές έσκαγαν και της θύμιζαν εκείνη τη φοβερή βόλτα με τη μηχανή του Αντρέα και την κατάληξή της. Οι μαλακίες πληρώνονταν. Από παλιά.

Η Κάτια έβγαλε από το ντουλάπι της κουζίνας μία από αυτές τις απλά υποφερτές φακελωμένες κοτόσουπες και την διέλυσε σε νερό μέσα σ'ένα μαύρο κατσαρολάκι προσθέτοντας δυο τρία λαχανικά που της αρέσουν, προσπαθώντας να ζεστάνει το μέσα της. Σε λίγη ώρα, αφού έκανε τη σούπα και την έφαγε κάπως βιαστικά, έβαλε και πάλι το μικρό νάρθηκα που φόραγε όταν πόναγε στον αστραγαλό και, αφού τυλίχτηκε με ένα μεγάλο πλεχτό κασκόλ πάνω από το παλτό της, έλυσε την ανυπόμονη Φραν για να πάνε τη σύντομη βόλτα τους στο κρύο.

Βγαίνοντας από την πόρτα η Κάτια τουρτούρισε και η Φραν, που δε μάσησε από το κρύο, απλά κούνησε την ουρά της και τεντώθηκε. "Χαζόσκυλο", μουρμούρισε η Κάτια καθώς της χάιδευε τα δυο κρεμαστά αυτιά. Άναψε ένα τσιγάρο και προχώρησε παραπέρα, προς το ανηφοράκι ακριβώς μετά το σπίτι της, κάνοντας μικρές στάσεις που και που για τις ανάγκες της Φραν. Κάνοντας αριστερά για να μπει μέσα στο παρκάκι στο τέλος του δρόμου παρατήρησε κάτι ασυνήθιστο για την γειτονιά της. Δύο τύποι κοιμόντουσαν πάνω στα παγκάκια στο πάρκο, έχοντας για σκέπασμα από μια κουβέρτα και πολλά χαρτόκουτα. Φαίνονταν να κοιμούνται ασυνήθιστα βαθιά, τόσο που η Κάτια παρακολούθησε την αναπνοή τους για να καταλάβει αν όντως ήταν ζωντανοί. Μερικά μικρά τραντάγματα πάνω στα παγκάκια την έκαναν να σιγουρευτεί. Οι σουβλιές στον αστράγαλο επανήλθαν δριμύτερες εκείνη ακριβώς τη στιγμή και η Κάτια αναγκάστηκε να κάτσει στο πεζούλι για λίγα λεπτά, μέχρι να υποχωρήσουν. Τότε, θέλοντας να κάνει κάτι για τους δυο τύπους του πάρκου, πήγε τη Φραν πίσω στο σπίτι, πήρε τρεις κουβέρτες, ένα μπουκάλι κονιάκ, μερικά ποτηράκια και μπισκότα σοκολάτα και κατευθύνθηκε ξανά προς τα κει. Όταν επέστρεψε ο ένας τύπος είχε ξυπνήσει και έτριβε τα χέρια του για να ζεσταθεί. Την είδε να πλησιάζει αργά και της έγνεψε. Εκείνη πλησίασε και του μίλησε...

- Καλησπέρα, τί γίνεται;
- Καλά ρε κοπελιά, μια χαρά. Εδώ, υπάρχουμε...
- Είμαι η Κάτια.
- Εγώ ο Μανόλης.
Η Κάτια έδωσε το χέρι της και ο Μανόλης της το έσφιξε πολύ θερμά με το δικό του παγωμένο χέρι.
- Πώς κι από δω; Εμείς εδώ μένουμε. Κι όσο μας πάει. Εσύ;
- Πέρναγα και σας είδα. Και είπα να έρθω να σας φέρω δυο πραγματάκια αν τα θέλετε.
Ο Μανόλης έσκυψε λίγο το κεφάλι, κοίταξε τι κρατούσε η Κάτια και απάντησε με ένα πικρό χαμόγελο.
- Αν δε στα στερούμε τα θέλουμε ρε κοπελιά. Κάτια είπαμε έτσι; Κονιακάκι βλέπω, μπισκότα, κουβέρτες. Ευχαριστούμε. Ο Μοχάμετ που κοιμάται είναι φιλαράκι. Και στα δύσκολα μαζί. Είναι από το Ιράκ.
Η Κάτια τυλίχτηκε με τη μια κουβέρτα κι έκατσε στο παγκάκι δίπλα στο Μανόλη. Άφησε τα υπόλοιπα ακριβώς δίπλα και ο Μανόλης έβαλε δυο ποτηράκια κονιάκ για να πιούνε. Χαμογέλασε πλατιά.
- Στην υγειά σου Κάτια, να'σαι καλά.
- Και στη δικιά σου, και στου Μοχάμετ!
Ο Μανόλης το κατέβασε μονορούφι. Η Κάτια δεν το σήκωνε και τόσο. Ήπιε μια γουλιά της έκαψε το λαιμό. Ζεστάθηκε όμως. Κι έκανε μια ερώτηση που ίσως δεν έπρεπε να κάνει...
- Μανόλη πως και βρεθήκατε εδώ; Είστε καιρό στη γύρα;
Ο Μανόλης την κοίταξε με μια δόση ειρωνίας. Της έδωσε πίσω το κονιάκ και το ποτήρι.
 - Αν είναι να ρωτάς τέτοια πράγματα να φύγεις. Όλοι έχουμε την ιστορία μας. Κι εσύ τη δικιά σου. Κι εγώ. Κι ο Μοχάμετ. Μην τα λέμε όταν δεν πρέπει.
- Δεν ήθελα να σε προσβάλλω, συγγνώμη!
- Μη ζητάς συγγνώμες, δε μου λένε τίποτα... Απλά μη μιλάς γι'αυτά τα πράγματα.
- Εντάξει Μανόλη. Κράτα το κονιάκ, δε θα μου λείψει. Σε παρακαλώ!
Η Κάτια του χαμογέλασε. Ο Μανόλης μαλάκωσε λίγο. Ο Μοχάμετ ροχάλιζε δυνατά. Πιο δυνατά ίσως κι από τον αέρα που σφύριζε ανάμεσα στα δεντράκια του πάρκου.
- Μπορεί να είσαι περίεργη αλλά φαίνεσαι ξηγημένη. Δε θα σου μαυρίσω την ψυχή με τα δικά μας κορίτσι μου. Πες ότι απλά ήμασταν άτυχοι. Και τέλος. Πάρε μπισκοτάκι και άραξε μαζί μας.
Η Κάτια πήρε μπισκοτάκι. Και άραξε. Αν και κρύωνε λίγο.
- Τέλος λοιπόν. Δε μιλάμε για τέτοια. Άκουσα μεθαύριο θα φτιάξει ο καιρός. Θα είστε καλύτερα μετά.
- Ακριβώς. Μη νομίζεις, που και που βρίσκουμε και κάπου να μείνουμε. Κάνα δωμάτιο εννοώ όταν έχουμε δυο φράγκα και μας παίρνει να κοιμηθούμε και να ξεβρωμίσουμε. Αλλά για κανά δυο μέρες. Μετά πάλι στη γύρα. Τί τα θες; Κακό να καλομαθαίνεις κιόλας.
Ο Μανόλης ήταν γύρω στα σαρανταπέντε. Κοντούλης και λιγνός, δε φαινόταν τόσο ταλαιπωρημένος στο σώμα. Τα μάτια του όμως έλεγαν πολλά. Ήταν μαύρα, βαθιά. Έδειχναν κουρασμένα και σοφά παράλληλα. Σαν να έχουν δει πολλά. Σαν να έχουν δει ξενύχτια σε κρατητήρια, πεσίματα σε υπόγεια, τσακωμούς, ξύλο ανάμεσα σε συμμορίες, διαλυμένες σχέσεις, διαλυμένους ανθρώπους, προσφυγικά σπίτια να μπάζουν από παντού, προσφυγόπουλα να παίζουν ξύλο για ένα κουτί φρυγανιές, πρεζάκηδες να παίζουν τη δόση τους στα ζάρια, πρεζάκηδες να γελούν βλέποντας το χάος, πρεζάκηδες να λιώνουν, αλκοολικούς να καταρρέουν σε πεζοδρόμια, ανθρώπους να γυρνούν τα κεφάλια τους, φίλους να προδίδουν, καλούς να γίνονται κακοί, μεγάλους να γίνονται μικροί και μικρούς να γίνονται μεγάλοι. Και να ξεχνάνε. Αλλά αυτός όχι. Θυμόταν. Περισσότερα από όσα έπρεπε. Η Κάτια δεν κρατήθηκε και έκανε την κίνηση.

- Θέλετε να έρθετε από το σπίτι μου να μείνετε για το βράδυ; Εμένα δε με πειράζει, έχω χώρο.
- Όχι κοπέλα μου, καλά είμαστε εδώ, μη σου φορτωνόμαστε. Καλό είναι που έφερες κι αυτά που μας έφερες. Τη βγάζουμε, δε θα πάθουμε τίποτα.
- Σε παρακαλώ! Ξανά. Σας εμπιστεύομαι και θέλω παρέα!
Το είπε απεγνωσμένα και τσαχίνικα μαζί, σαν ένα παιδάκι χωρίς φίλους. Και ήταν όμορφη η ρουφιάνα. Αυτό σκέφτηκε ο Μανόλης. Περήφανος άνθρωπος. Αλλά τον λύγισε η τσαχπινιά της. Και το κρύο επίσης.
- Εντάξει ρε Κάτια. Κάτσε να ξυπνήσω τον Μοχάμετ να μαζευτούμε. Περιμένεις λίγο έτσι;
- Φυσικά. Έχουμε κονιάκ!
Η Κάτια κατέβασε γρήγορα άλλο ένα ποτηράκι και ζεστάθηκε, παρόλο που το αλκοόλ τη θόλωσε λίγο ακόμα. Ο Μανόλης σήκωσε τον Μοχάμετ σιγά σιγά και του ψέλλισε μερικές κουβέντες, μισά ελληνικά μισά αραβικά. Ο Μοχάμετ γύρισε και χαμογέλασε στην Κάτια πλατιά. Ήπιε κι αυτός το ποτηράκι του για να ζεσταθεί και κατευθύνθηκαν προς το σπίτι.

Μόλις έφτασαν το τσαχπίνικο σκυλί της τσαχπίνας μπερδεύτηκε στα πόδια τους και κούνησε την ουρά του.Τους μύρισε για αρκετή ώρα όσο καθόντουσαν στο σαλονάκι. Η Κάτια έφτιαξε καφέ να πιούνε, ελληνικό που ήθελαν και οι δυό τους. Η ζέστη τους ελάφρυνε, το μάτι τους έγινε πιο γλαρό, οι δυο φίλοι χαλάρωσαν και μίλησαν για ώρα με την Κάτια. Ο Μανόλης καθαρά και ξάστερα, της τα είπε όλα. Πως ζούσε, ποια ήταν η οικογένειά του, που δούλευε, τι του είχε πάει στραβά, τι έκανε λάθος, ποιους εμπιστεύτηκε, ποιοι τον πάτησαν, πως κατέληξε στο δρόμο με το Μοχάμετ. Ο Μοχάμετ κι αυτός με τη σειρά του, σπαστά αλλά και πάλι ξάστερα, με δυο κατάμαυρα μάτια γεμάτα αλήθεια, έπλεξε κι αυτός την ιστορία του από το Ιράκ μέχρι την Αθήνα. Καθεστώτα, συμφέροντα. Θρησκεία, συμφέροντα. Πόλεμος, συμφέροντα. Προσφυγιά, δουλέμποροι, μπάτσοι, κέντρα κράτησης και τελική κατάληξη οι δρόμοι της Αθήνας τριγυρνώντας για ένα κομμάτι ψωμί μέχρι νεωτέρας. Με μια μικρή ηλιαχτίδα ελπίδας στο κεφάλι. Απλή και δύσκολη ιστορία που την έχεις ακούσει. Αλλά δεν την ξέρεις.

Κι αυτοί οι δυο βρεθήκανε. Μπλέχτηκαν οι ζωές τους. Και το κουβάρι αυτό κύλαγε μαζί μέχρι να ξεμπλεχτεί με κάποιο τρόπο. Και εμφανίστηκε η Κάτια. Δεν θα τους το ξέμπλεκε. Θα τους αλάφραινε για ένα βράδυ όμως, από το φορτίο που κουβάλαγαν. Δεν ήταν μόνο η κούραση, η πείνα ή το κρύο. Δεν ήταν μόνο τα βλέμματα γεμάτα περιφρόνηση. Δεν ήταν μόνο η χλέπα, η κλωτσιά του φασίστα, το σχόλιο της γριάς, η αδιαφορία του περαστικού, ο διωγμός του μπάτσου. Ήταν αυτό το συναίσθημα που δεν ξέρεις αν θα τη βγάλεις το βράδυ. Όλα τα βράδια. Αυτό που η Κάτια δεν είχε νοιώσει πραγματικά. Αλλά που για ένα βράδυ κατάφερε να το σηκώσει γι'αυτούς. Δεν το ήξερε. Δεν θα το μάθαινε ποτέ.

Μετά από τις κουβέντες τους, τα βλέμματα, τα αχ, τα ωχ τα αμάν και τα γιατί, η Κάτια τους έστρωσε και κοιμήθηκαν. Δεν ήταν αργά αλλά ήταν κατάκοποι. Κοιμήθηκε κι αυτή την ίδια ώρα, ζαλισμένη από τα κονιάκ που δεν είχε συνηθίσει.

Το επόμενο πρωί ξύπνησε και ήταν μόνη της. Οι δυο φίλοι είχαν φύγει ήσυχα, τόσο ήσυχα που δεν κατάφεραν να ανησυχήσουν ούτε το χαζόσκυλό της. Ένα σημείωμα πάνω στο τραπεζάκι έγραφε: "Σ'ευχαριστούμε για όλα, καλή αντάμωση". Η Κάτια το διάβασε και πριν πάει να ετοιμαστεί για τη δουλειά κοίταξε έξω από τα παράθυρο. Τα πάντα ήταν λευκά, το βράδυ είχε χιονίσει τόσο πολύ που εκεί ψηλά που έμενε είχε καλύψει τα πάντα ακόμα και το αμάξι της μέχρι τη μέση! Χάρηκε που μάλλον θα πέρναγε μια τεμπέλικη μέρα σπίτι, κι όταν ήρθε δίπλα της η Φραν κουνώντας την ουρά της, η Κάτια της ψιθύρισε με χαρά: "Χιόνι Φραν, χιόνι, μια άσπρη μέρα!".

Ξανακοίταξε και παρατήρησε τις βαριές πατημασιές δίπλα στην πόρτα της. Ασυναίσθητα, η λέξη ξέφυγε ξανά από τα χείλη της. "Χιόνι". Δεν ήταν πια το ίδιο.

2 σχόλια: