Παρασκευή 6 Ιανουαρίου 2012

Και τα δυο, με σοκοφρέτα (όλο το διήγημα)

Το διήγημα "Και τα δυο, με σοκοφρέτα" όλο μαζί. Χωρίς διακοπές και συνέχειες. Ρίχτε του ένα ολοκληρωτικό διαβασματάκι και γουστάρετε. Ευχαριστώ αλανιάρηδες/ισσες...

Την πέτυχα δίπλα στον Άγιο Αντώνη στο Περιστέρι. Ψηλή, ξερακιανή, μελαχρινή, με μαύρα μάτια σαν δυο μικρές μπίλιες φτιαγμένες από σκοτάδι. Στο δεξί της χέρι μου τράβηξε την προσοχή ένα μικρό κόκκινο δαχτυλιδάκι που ίσα ίσα χώραγε στο μικρό της δάχτυλο. Τότε μου έφυγαν οι αμφιβολίες. Πήγα και της μίλησα κατευθείαν.

- Καλησπέρα! Είμαι ο Δημήτρης. Με θυμάσαι έτσι;
- Εγώ είμαι η Άσπα. Σε γνωρίζω; Κάτι γνώριμο έχεις...

Οι δυο μικρές σκοτεινές μπίλιες άστραψαν και με περιεργάστηκαν για να με ανασύρουν από το βυθό των αναμνήσεων της Άσπας. Εγώ συνέχισα.

- Φυσικά και με γνωρίζεις. Στο Λύκειο. Στο Α3, στο Β3, στο Γ3, θετική κατεύθυνση. Μπορώ να λέω ότι είμαι ένας από τους λόγους που πέρασες στο πανεπιστήμιο.

Η Άσπα είχε αντιγράψει από μένα σε δύο μαθήματα στις πανελλήνιες. Και, με τις ευλογίες μου, πέρασε. Είχε πάει σχεδόν όσο καλά όσο κι εγώ. Τότε ένιωθα πολύ περήφανος. Την γούσταρα και λιγάκι να πω την αλήθεια. Κάναμε παρέα ένα μικρό περίεργο διάστημα. Μετά ξαφνικά σιωπή. Χαθήκαμε εντελώς.

- Όχι μη μου πεις... Μήτσε άλλαξες τόσο πολύ! Πού είναι η μαλλούρα σου ρε πρώην μέταλλο; Πού πήγε η μπυροκοιλία και τα κολλητά τζην σου;
- Τα κολλητά τζην σκίστηκαν, η μπυροκοιλιά εξαφανίστηκε σε κάποια φάση αφασίας και το μαλλί είναι εύκολο να συμπεράνεις πως έφυγε. Τα έκοψα για να πάω σ'αυτό το πράγμα που σε κάνει άντρα...
- Α κατάλαβα, στρατός. Ευτυχώς πέρασε όμως, έτσι; Πώς περνάς λοιπόν; Την παλεύεις στη ζωή σου;
- Θα έλεγα πως ναι. Έχω τα πάνω και τα κάτω μου. Αλλά την παλεύω. Εσύ;
- Θα έλεγα πως όχι. Τουλάχιστον όχι τον τελευταίο ενάμιση χρόνο.

Το βλέμμα της χαμήλωσε και με γέμισε ερωτηματικά. Πέρασαν διάφορα από το μυαλό μου αλλά δεν θα μπορούσα να συμπεράνω τι συμβαίνει. Ήθελα να μιλήσω μαζί της περισσότερο.

- Θες να αράξεις να τα πούμε; Εγώ έχω μια δουλειά εδώ κοντά αλλά είναι σε κανένα δίωρο. Θα γελάσεις με τη δουλειά αλλά είμαι πωλητής ειδών υγιεινής. Χέστρες και τέτοια. Μιλάμε για τρελή αδρεναλίνη...

Η Άσπα ελάφρυνε και γέλασε λίγο με τον αυτοσαρκασμό μου.

- Εντάξει πάμε! Κανονικά θα έπρεπε να περίμενω κάποιον για λίγο ακόμα αλλά δε θέλω να τον δω. Ένα μήνυμα και φύγαμε.

Έστειλε το μήνυμά της στον άγνωστο για μένα παραλήπτη και έτσι φύγαμε.
Περπατήσαμε οι δυο μας για κανένα δεκάλεπτο για να καταλήξουμε σε ένα μικρό μαγαζί με παγωτά. Παγωτά δεν τρώω. Το μαγαζάκι όμως το γούσταρα. Ήταν μικρό και μπλε. Σκέτη ναυτία.

Η Άσπα αφού ανίχνευσε γρήγορα το χώρο πήγε και έκατσε στο βάθος, στην πιο χωμένη γωνία του. Απέναντί της έκατσα κι εγώ. Ήρθε ένας σερβιτόρος που ήταν κοντός σαν στρουμφάκι και του παρήγγειλα έναν φραπέ σκέτο. Η Άσπα πήρε ένα παγωτό φυστίκι. Ήρθε η ώρα να μάθω κι εγώ τι της συνέβαινε. Ξεκίνησα με δηλώσεις αλλά μπήκα κατευείαν στο ψητό.

- Άσπα ειλικρινά, είσαι το τελευταίο άτομο που φαινόταν ότι στη ζωή του θα είχε αδιέξοδα. Για πες μου λοιπόν... τί συμβαίνει και σε στρίμωξε τόσο;
- Είναι περίεργο Δημήτρη. Τόσο περίεργο που δε θα σου φαίνεται καθόλου λογικό. Όλα άρχισαν όταν ήρθε μια τύπισσα και μου έδωσε μια σοκοφρέτα. Την πράσινη. Αυτή με τα φουντούκια...

Η Άσπα λέγοντας αυτή την απλή φράση, την γεμάτη σοκολάτα και φουντούκι, έκανε τους σιελογόνους αδένες μου να δουλέψουν υπερωρίες. Παράλληλα γέμισα απορίες...

- Και πώς ξεκίνησε αυτό; Πού τη βρήκες; Πού σε βρήκε;
- Η Ζωή ήταν γειτόνισσα μου καιρό όταν έμενα σε ένα μικρό ημιυπόγειο στην Νέα Ιωνία. Φοιτήτρια στο Χημικό εγώ ακόμα, τα έβγαζα και τότε δύσκολα πέρα, τα ίδια και η Ζωή. Δεν ήταν φοιτήτρια δηλαδή αλλά δυσκολευόταν κι αυτή, έκανε πολλές και σύντομες δουλειές και δεν έβλεπε φως. Έτσι, όταν αρχίσαμε να κάνουμε παρέα, είχαμε πράγματα που μας ένωναν. Συνεχώς βρίσκαμε κοινά σημεία.  Κι αυτή πέρασε τη goth φάση της πιο μικρή, κι αυτή αντέγραψε στις πανελλήνιες, κι αυτή τα είχε σπάσει με την οικογένειά της, κι αυτή είχε δυσκολίες. Και άλλο ένα κοινό. Δεν την είχα δει ποτέ να κυκλοφορεί με άντρα. Λίγους φίλους ναι. Αλλά όχι γκόμενο. Όπως κι αυτή δεν είχε δει ποτέ εμένα.
- Η σοκοφρέτα που ήρθε όμως; Τί καινούργιο έφερε;
-Βιάζεσαι Μήτσε, θα μάθεις. Ήταν ένα βαρετό απογευματάκι που καθόμασταν στο σπίτι της και παίζαμε μπιρίμπα. Σαν κάτι θείτσες στην εμμηνόπαυση. Κάποια στιγμή χτύπησε το τηλέφωνο και η Ζωή πετάχτηκε σαν ελατήριο. Ήταν κάποιος τύπος λέει που της είχε φέρει ένα δώρο και έπρεπε να πεταχτεί δυο τετράγωνα πιο κάτω να το παραλάβει. Απόρησα με τη μυστικότητα αλλά δεν είπα τίποτα. Μου είπε απλά να την περιμένω εκεί και τα μάτια της πέταγαν σπίθες. Και είχε κι ένα χαμόγελο περίεργο. Της είπα κι εγώ ok κι έφυγε βιαστικά. Γύρισα λοιπόν την μπιρίμπα σε πασιέντζα. Έριξα πέντε φορές μέχρι να γυρίσει, μου βγήκε μόνο η μία, ήπια και μια μπύρα από το σχεδόν άδειο ψυγείο της και η Ζωή επέστρεψε εντυπωσιακά! Γελώντας και κρατώντας δυο σοκοφρέτες!
- Καλά σοβαρολογείς τώρα; Τί σκατά δώρο είναι μια σοκοφρέτα; Κανένα παιδάκι τις της έδωσε; Μου φαίνεται παράλογο...
- Στο είπα ότι έτσι θα φανεί. Εγώ έμεινα κόκκαλο κοιτώντας την και πιστεύοντας ότι είχε βαρέσει μπιέλα. "Η μία είναι για σένα", μου είπε. "Παρακάλεσα να μου δώσουν και δεύτερη." Εκεί σιγουρεύτηκα. Είχε αποτρελαθεί. Αλλά δεν ήξερα τί θα επακολουθήσει.
- Εγώ στη θέση σου θα είχα πάρει ψυχίατρο στο καπάκι. Για λέγε όμως. Πού κατέληξε αυτό;
- Όπως καταλαβαίνεις είχα σαστίσει αλλά με είχε πιάσει νευρικό γέλιο που περίμενα μία ολόκληρη ώρα για μια σοκοφρέτα. Όταν μου την έδωσε ήταν τόσο χαρούμενη που της έκανα την χάρη και την έφαγα με λαχτάρα, όπως ακριβώς έφαγε κι αυτή τη δική της, φτύνοντας που και που μικρά κομματάκια από το γέλιο που ρίχναμε. Και αυτό ήταν.
- Τί ήταν δηλαδή αυτό; Τις φάγατε και τέλος; Που είναι το περίεργο;
- Αυτό ήταν η αρχή εννοώ...

Η Άσπα πήρε μια βαθιά ανάσα για να περιγράψει το γαϊτανάκι που ακολούθησε.

- Εκείνο το βράδυ θυμάμαι ελάχιστες στιγμές. Τρίπαρα για αρκετές ώρες, περπάτησα σε βουνά καλυμμένα με πράσινο χιόνι, είδα μεγάλες πινακίδες φτιαγμένες από καουτσούκ να γράφουν "Λεφτά υπάρχουν", έφαγα γουρουνοπούλα σε ύπουλες στοές της Αθήνας μαζί με αρουραίους με ανθρωπόμορφα χαρακτηριστικά, είδα τον Ανέστη Βλάχο να οδηγεί στο πεδίο της μάχης έναν στρατό από ρακούν, συζήτησα με τέσσερα όντα από τον μακρινό δορυφόρο του Δία, τον Γανυμήδη, που έμοιαζαν στη φάτσα με ελάφια και ήταν τόσο αλτικά όσο ο Σεργκέι Μπούμκα.
- Τριπάκια μέσα στη σοκοφρέτα; Έξυπνο! Γάτα η Ζωή...
- Μήτσε ειλικρινά δεν μπορώ να σου πω με σιγουριά. Αυτό για το οποίο είμαι σίγουρη είναι ότι σε όλη τη διάρκεια αυτού του οπτικοακουστικού ντελίριου ένιωθα να με κυριεύει ένα συναίσθημα ηδονής που όλο και μεγάλωνε. Είχε αρχίσει να καλύπτει τα πάντα, να τα σβήνει όλα γύρω μου εκτός από τον καινούργιο μου κόσμο για αρκετή ώρα. Το ένιωθα να αυξάνει με γεωμετρική πρόοδο και ακόμα και τη στιγμή που άρχισα να συνέρχομαι ήταν έντονο, μπορεί και εντονότερο. Το θέμα είναι όμως τί έγινε όταν άρχισα να αντιλαμβάνομαι τον κόσμο ξανά, μετά το τριπ.
- Πες μου ότι δεν ήταν κάτι κακό τουλάχιστον. Γιατί καμιά φορα...
- Το αν είναι καλό η κακό θα το κρίνεις από μόνος σου. Με το που άρχισα να καταλαβαίνω τί γίνεται ακριβώς, βρέθηκα σε μια κατάσταση χωρίς προηγούμενο για μένα. Εγώ και η Ζωή ήμασταν εκστασιασμένες στο κρεβάτι μου. Το πως είχαμε φτάσει εκεί από το σπίτι της και με ποιές ενδιάμεσες στάσεις δεν μπορώ να το ξέρω. ΄Ημασταν χωρίς ρούχα και προφανώς χωρίς αναστολές και κάναμε έρωτα συνεχόμενα, πιθανότατα για πολλές πολλές ώρες, το νιώθαμε και οι δύο στα κορμιά μας. Καταλαβαίναμε τι συμβαίνει, δε μας ένοιαζε καθόλου, είχε δημιουργηθεί μεταξύ μας μια ροή πάθους, η ηδονή μας είχε φτάσει σε επίπεδα που δεν είχαμε ξαναζήσει! Με λίγα λόγια, δεν έχω ξανα*αμηθεί έτσι σε ολόκληρη τη ζωή μου...

Η Άσπα όταν έλεγε αυτή τη φράση φαινόταν να την εννοεί 100%. Με κοίταγε έντονα για να καταλάβω τα συναισθήματά της, τα χείλη της είχαν μια υποψία τρέμουλου και το χέρι της είχε σφίξει τόσο πολύ το παγωτό που κράταγε με αποτέλεσμα πράσινες σταγόνες από το φυστίκι να τρέχουν πάνω στο μανίκι της. Είχε αναστατωθεί μα παράλληλα είχε σκοτεινιάσει. Χαμογέλασα με νόημα γιατί όλη αυτή η υπόθεση κάπως με διασκέδαζε. Και της μίλησα.

- Ακόμα δεν βρίσκω κάτι κακό σε όλη αυτή την υπόθεση ρε Άσπα. Ποιό είναι το θέμα; Ότι σου αρέσουν οι γυναίκες; Είσαι bi; Δεν βρισκω κάτι από αυτά άσχημο, ίσως να το είχες μέσα σου από πριν και να το ανακάλυψες τότε. Μπερδεύτηκες μήπως; Τί έγινε τελικά;
- Ακόμα δεν ξέρω να σου απαντήσω. Ακόμα μου αρέσουν οι άντρες. Μου αρέσουν και κάποιες γυναίκες, το ομολογώ. Αλλά από εκείνη τη μέρα έγινα άντρας.

Το είπε σαν το πιο φυσιολογικό πράγμα στον κόσμο. Νόμιζα πως ειρωνευότανε. Το χαμόγελό μου έγινε γέλιο. Η Άσπα δε γελούσε όμως. Με αντρίκια σοβαρότητα και γυναικείο αυθορμητισμό μου εξηγούσε πως ένιωθε για αυτό που της συνέβαινε.

- Όχι Μήτσε, δεν κάνω πλάκα, έγινα άντρας! Από εκείνη την μέρα δεν ξανάνιωσα σα γυναίκα. Σηκώνομαι τα πρωινά και έχω πάντα την αίσθηση ότι στον καθρέφτη θα δω πιο στιβαρά μπράτσα, πιο πολλές τρίχες πάνω μου, ότι δε θα έχω στήθος, ότι θα έχω κοντά μαλλιά και γένια κάποιων ημερών. Τα πόδια μου άρχισα να τα σιχαίνομαι γιατι μου φαίνονται γυναικεία και λεπτεπίλεπτα. Τα χέρια μου επίσης. Βλέπω τις καμπύλες του σώματός μου και απογοητεύομαι. Η περιόδός μου πάντα αργεί σα να μη θέλει να έρθει. Και όταν έρθει ξενερώνω τη ζωή μου. Δεν έχω καταλάβει τι γίνεται αλλά είμαι άντρας πια.

Άκουγα προσεκτικά κάθε λέξη της. Το εννοούσε και το πίστευε. Δεν είχε καμιά αμφιβολία. Ακόμα κι εγώ είχα λιγότερες πια. Προσπάθησα να τα ξεμπλέξω.

- Από τότε τί έκανες, έγινε κάτι άλλο; Ξαναείδες αυτή τη Ζωή; Είχατε σχέσεις;
- Με τη Ζωή χαθήκαμε. Μετά το περιστατικό αυτό ξαναδοκιμάσαμε να κάνουμε έρωτα αλλά δε μας βγήκε. Τη ρώτησα πολλές φορές για το τί ήταν αυτές οι σοκοφρέτες. Δε θυμόταν όμως τίποτα. Από τη στιγμή του τηλεφωνήματος που της έκαναν για να πάει να τις πάρει μέχρι να συνέλθουμε από το τριπ μέσα στη δικιά μας έκσταση είχε ένα τεράστιο κενό ωρών. Έψαξα να βρω ακόμα και τα περιτυλίγματα από τις σοκοφρέτες που είχαμε πετάξει πάνω στο μωβ τραπεζάκι του σαλονιού της. Ακόμα και στα σκουπίδια έψαξα, μήπως την κάνω να θυμηθεί. Δε βρήκα τίποτα. Σαν να μην τις φάγαμε ποτέ.
- Αυτή ένιωθε μετά το ίδιο με σένα; Σαν άντρας;
- Αυτή σα να το ξόρκισε. Εκεί που δεν τα λέγαμε για καιρό έμαθα πως βρήκε ένα γκόμενο πριν από μερικούς μήνες και συζούν ευτυχισμένοι, πάνε λέει προς γάμο. Αλλά όταν την πέτυχα μια μέρα τυχαία να φεύγει από το σπίτι κάποιου κοινού μας φίλου έκανε σαν να μην είχε συμβεί ποτέ τίποτα. Είδα μια αδιαφορία μαζί με μια μικρή εχθρικότητα απέναντί μου. Δεν κατάλαβα αν είχε ποτέ παρόμοια συναισθήματα με τα δικά μου μετά τις όποιες επαφές μας. Φάνηκε όμως σαν κάτι να την έτρωγε.

Μετά από όλα αυτά έμεινα για λίγο σκεπτικός να την κοιτάζω. Τη φαντάστηκα σαν άντρα. Σαν ένα άντρα που τον έλεγαν Θέμη. Με μακρύ μαύρο μαλλί όπως το δικό της, έναν λιγνό άντρα ντυμένο με τζηνάκι και καρό πουκαμισάκι. Με λίγα γένια. Με διαπεραστικό βλέμμα. Όμορφο. Ωραίο τύπο ρε παιδί μου. Η Άσπα με κοίταγε κι αυτή. Μου είχε γραπώσει το χέρι με το δικό της γεμάτο λιωμένο παγωτό φυστίκι γλιστερό χέρι. Εγώ συνέχισα να βλέπω μέσα της το Θέμη. Το άλανι, τον τυπά. Κι όμως μου άρεσε. Μου άρεσε ότι ο Θέμης μου ασκούσε μια φοβερή έλξη. Όπως παλιότερα μου ασκούσε και η Άσπα με τον ίδιο τρόπο. Σαν να μη με ενδιέφερε ότι είχε μια δυνατή αντρική πλευρά πια. Σαν να τη γούσταρα περισσότερο τώρα.

Έτσι λοιπόν έκανα πέρα ότι υπήρχε στο τραπέζι και τη φίλησα. Τη φίλησα παθιασμένα και το ίδιο παθιασμένα φίλησα και το alter ego της που έφτιαξα στο μυαλό μου, τον Θέμη. Ανταποκρίθηκαν και οι δύο εξαιρετικά. Άφησα ένα δεκάευρο στο τραπέζι και φύγαμε ήρεμοι αλλά βιαστικά. Όχι, δεν ένιωσα καθόλου να ξυπνάει μέσα μου μια γυναικεία πλευρά. Αυτή η ιστορία όμως με είχε *αυλώσει τόσο πολύ που τους ήθελα τώρα. Και το είδα στα μάτια τους, με ήθελαν κι εκείνοι. Και οι δύο.

Το ραντεβού για τη δουλειά μου είχε προ πολλού περάσει και το τελευταίο που σκεφτόμουν αυτή τη στιγμή ήταν να πουλήσω χέστρες η μπιντέδες. Ποτέ δε ρώτησα ποιόν περίμενε η Άσπα όταν είχαμε βρεθεί τυχαία. Απομακρύνθηκαμε απλά προς το μετρό σαν υπνωτισμένοι ο ένας από τον άλλο, θέλοντας να πάμε κάπου κατάλληλα. Κατάλληλα για να εξερευνήσουμε το πάθος μας. Στο δρόμο περπατούσαμε με γρήγορο βήμα και δε σταματήσαμε να κρατιόμαστε χέρι χέρι πάρα μόνο μια στιγμή. Τη στιγμή που δύο πράσινες σοκοφρέτες μου έκλεισαν το μάτι από το περίπτερο. Πήγα εκεί, τις αγόρασα και έδωσα τη μία στην Άσπα. 
Τις φάγαμε βουλιμικά, δώσαμε ένα καυτό σοκοφρετένιο φιλί και μπήκαμε στο μετρό σα σίφουνες.

ΤΕΛΟΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου