Τρίτη 7 Σεπτεμβρίου 2010

(Μ)

Κάποιες φορές απλά προσπερνάς. Προσπερνάς καταστάσεις, ανθρώπους, γεγονότα, αντικείμενα, χωρίς να καταλαβαίνεις τι συμβαίνει. Στα παπάρια σου κιόλας βέβαια στο κάτω κάτω, μια χαρά κι ωραίος είσαι και δε σε νοιάζει και δε χάνεις και τίποτα. Το πολύ πολύ να ρίξεις και μια κλεφτή ματιά από περιέργεια, έτσι για να δεις μπας και γίνεται κάτι το σοβαρό. Γιατί όμως; Γιατί να γυρίσεις το βλέμμα και να κοιτάξεις; Κι αν κοιτάξεις, πόσο πρέπει να αφήσεις το βλέμμα σου εκεί για να μη σε πάρουν για κανα περίεργο η απλά να μη χάσεις το χρόνο σου; Επικίνδυνα πράγματα, πούστικα κι εκτός ελέγχου ρε παιδί μου…

Είναι όμως μεγάλη πουτάνα η στιγμή. Η στιγμή που ανάμεσα σε σένα και αυτό που βλέπεις θα δημιουργηθεί κάτι σα ροή. Τώρα τι σκατά είναι αυτό δε θα ‘θελα να ξέρω, άλλοι λέμε χημεία, άλλοι βαρύτητα, άλλοι έλξη κι ότι μαλακία μας περάσει απ’το μυαλό. Μάλλον η αλήθεια είναι ότι δεν ξέρουμε τίποτα, απλά κοιτάμε η ακούμε η νιώθουμε. Επειδή μπορούμε.

Κολλάμε όμως. Βλέπεις ας πούμε έξω στο δρόμο ένα σκυλί. Κυκλοφορεί ο μούργος, κάνει τις βόλτες του, έρχεται και σου γλύφει το χέρι και τον χαϊδεύεις και γουστάρεις και γουστάρει κι αυτός. Του πετάς και κανα δυο απομεινάρια από το πιτόγυρο που τρως κι αυτό ήταν, σ’αγάπησε. Και μετά σου σκάει η εξής σκέψη: Να τον τσιμπήσω να τον πάω σπίτι! Να’χει κι αυτός να τρώει, να’χω κι εγώ σκύλο, να κάνουμε μια ομορφιά γενικότερα. Του βγάζεις κι ένα όνομα και τον φωνάζεις Οδυσσέα ας πούμε, η κάτι άλλο ψωνίστικο όπως Ρόκυ η Ρασκόλνικοφ. Και πάει λέγοντας.

Το κακό ξεκινάει από τη στιγμή που ο μαλάκας δεν αράζει στη φάση του και έρχεται μαζί σου. Γιατί ρε μούργο; Καλά δεν πέρναγες; Τις βόλτες σου δεν τις έκανες; Δε σε ταϊζανε από δω κι από κει; Δεν είχες παρεϊτσα σκύλους και σκυλίτσες γύρω γύρω να μην είσαι “σκυλί μονάχο”, να είσαι και αλάνι και κοινωνικός; Όλα τα είχες. Μυαλό δεν είχες όμως.

Από δω και πέρα μούργο μου δε θα είσαι πια αυτό που ήσουνα. Αγάπησες εύκολα, θα γίνεις ρόμπα εύκολα. Και στο εξοχικό θα σε παίρνουνε, και βόλτα στο πάρκο για επίδειξη θα πας, και ποδαράκι θα σηκώνεις να χαιρετήσεις, και παντόφλες παίζει να φέρεις και εφημερίδα, και να πηδήξεις βέβαια ούτε κουβέντα! Μόνο κάτω από ειδικές κοινωνικές και περιβαλλοντικές συνθήκες και μετά από ενδελεχή έρευνα.

Και στο τέλος κάποιος μπορεί να σε βαρεθεί και να σε στείλουνε πακέτο. Σε κανένα άλλο σπίτι η στους δρόμους να τριγυρνάς ξανά. Έλα όμως που δε θα είναι το ίδιο. Γιατι εσύ αγάπησες κι οι άλλοι πέρναγαν την ώρα τους και στο δρόμο θα το θυμάσαι αυτό. Γιατι εσύ ήθελες να πας μαζί, να δεις τι παίζει, να τους διαβάσεις τους τύπους που σε τσιμπήσανε και σε μπάσανε σπίτι τους, να δεις μέσα στην ψυχή τους με τα μεγάλα καφέ μάτια σου. Και τους είχες μάθει όπως μαθαίνεις ένα βιβλίο, σελίδα σελίδα, λέξη λέξη. Γι’αυτούς όμως ήσουν απλά μια μικρή παρένθεση. Σε είδανε, άντε είπανε να διαβάσουνε τι είχες μέσα, είπαν ωραία, καλή φάση, αλλά κι αν δε σε διαβάζανε το ίδιο θα τους έκανε. Γιατι η παρένθεση είναι εκεί αλλά και να μην την διαβάσεις, τρέχει και τίποτα; Συνήθως μαλακίες γράφουνε, μπορείς να τις προσπεράσεις.

Έτσι έγινε λοιπόν. Σε διαβάσανε μεν, τους άρεσες, αλλά σε προσπεράσανε και σε ξεχάσανε. Δε γαμιέται λένε, μια παρένθεση είναι. Να πάμε να δούμε τι γράφει παρακάτω…

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου